ὑποδώριος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypodorios
|Transliteration C=ypodorios
|Beta Code=u(podw/rios
|Beta Code=u(podw/rios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hypo-Dorian</b>, ἁρμονία <span class="bibl">Ath.14.625a</span>; τόνος Plu.2.1142f:—Adv. ὑποδωρ-ιστί, <b class="b2">in the hypo-Dorian mode</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>920a8</span>, <span class="bibl">922b10</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hypo-Dorian]], ἁρμονία <span class="bibl">Ath.14.625a</span>; τόνος Plu.2.1142f:—Adv. ὑποδωρ-ιστί, <b class="b2">in the hypo-Dorian mode</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>920a8</span>, <span class="bibl">922b10</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:07, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδώριος Medium diacritics: ὑποδώριος Low diacritics: υποδώριος Capitals: ΥΠΟΔΩΡΙΟΣ
Transliteration A: hypodṓrios Transliteration B: hypodōrios Transliteration C: ypodorios Beta Code: u(podw/rios

English (LSJ)

ον,

   A hypo-Dorian, ἁρμονία Ath.14.625a; τόνος Plu.2.1142f:—Adv. ὑποδωρ-ιστί, in the hypo-Dorian mode, Arist.Pr.920a8, 922b10.

German (Pape)

[Seite 1217] unterdorisch, eine Tonart, Music.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδώριος: -ον, τρόπος μουσικός, τῆς ὑποδωρίου καλουμένης ἁρμονίας ἦθος Ἡρακλείδης ὁ Ποντικὸς παρ’ Ἀθην. 624Ε, Πλούτ. 2. 114F, κλπ.· ἴδε Böckh Metr. Pind. σ. 224. - Ἐπίρρ. ὑποδωριστί, κατὰ τὴν ὑποδώριον ἁρμονίαν, Ἀριστ. Πρβλ. 19. 30., 48. 1.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑποδώριος, -ον, ΝΑ, και υποδωρικός, -ή, -ό, Ν
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο υποδώριος
(ενν. τρόπος) α) (στην αρχ. μουσ.) μουσικός τρόπος, αρμονία που ακολουθεί την κατά μία πέμπτη χαμηλότερη κλίμακα του δώριου τρόπου
β) η εκδοχή του τρόπου αυτού στη μεσαιωνική Ευρώπη, που αποτελούσε τον πλάγιο εκκλησιαστικό τρόπο ο οποίος έχει ως βάση το ρε και η έκτασή του κινείται από την πέμπτη χαμηλότερα του ρε ώς την έκτη υψηλότερά του
αρχ.
μουσ. (για αρμονία) αυτός που μοιάζει με τον δώριο ρυθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δώριος «δωρικός»].

Russian (Dvoretsky)

ὑποδώριος: муз. гиподорический, близкий к дорическому (τόνος Plut.).