φιλυρέα: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(45)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filyrea
|Transliteration C=filyrea
|Beta Code=filure/a
|Beta Code=filure/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mock privet, Phillyrea media</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.9.3</span>; but φιλλυρέα is f.l. for [[φιλύρα]] in Dsc.1.96.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[mock privet]], [[Phillyrea media]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.9.3</span>; but φιλλυρέα is f.l. for [[φιλύρα]] in Dsc.1.96.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:19, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλυρέα Medium diacritics: φιλυρέα Low diacritics: φιλυρέα Capitals: ΦΙΛΥΡΕΑ
Transliteration A: philyréa Transliteration B: philyrea Transliteration C: filyrea Beta Code: filure/a

English (LSJ)

ἡ,

   A mock privet, Phillyrea media, Thphr.HP1.9.3; but φιλλυρέα is f.l. for φιλύρα in Dsc.1.96.

German (Pape)

[Seite 1289] ἡ, ein beerentragender Baum, eine Art Ligustrum, Diosc., auch φιλλυρέα geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλῠρέα: ἡ, εἶδος θάμνου, philyrea, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 9, 3, Διοσκ. 1. 125· ἐνίοτε φέρεται ἡμαρτημένως φιλλυρέα. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 574.

Greek Monolingual

και φιλλυρέα, η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ελαιίδες της τάξης ελαιώδη και το οποίο περιλαμβάνει τέσσερα περίπου είδη αειθαλών θάμνων ή δέντρων που είναι ιθαγενή της περιοχής της Μεσογείου και της νοτιοδυτικής Ασίας
αρχ.
1. είδος θάμνου, η φυλίκη
2. (στον τ. φιλλυρέα) εσφ. γρφ. του τ. φιλύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύρα + κατάλ. -έα (πρβλ. συκ-έα). Ως όρος της νεοελλ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. phillyrea].