εὔχροος: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eychroos | |Transliteration C=eychroos | ||
|Beta Code=eu)/xroos | |Beta Code=eu)/xroos | ||
|Definition=ον, contr. εὔχρους, ουν, Ion. εὔχροιος, ον, (χρόα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, contr. εὔχρους, ουν, Ion. εὔχροιος, ον, (χρόα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[well-coloured]], [[of good]] or [[healthy complexion]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>3.17</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Lac.</span>5.8</span>, etc.; κριὸν εὔχρουν <span class="title">IG</span>5(1).1390.67 (Andania, i B.C.): Comp. -οώτερος <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.1.41</span>; -ούστερος <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>863b1</span>: Sup. -ούστατος ib.<span class="bibl">960b5</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> in Music, εὔχροα χρώματα <span class="bibl">Philoch.66</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:25, 1 July 2020
English (LSJ)
ον, contr. εὔχρους, ουν, Ion. εὔχροιος, ον, (χρόα)
A well-coloured, of good or healthy complexion, Hp.Aph.3.17, X.Lac.5.8, etc.; κριὸν εὔχρουν IG5(1).1390.67 (Andania, i B.C.): Comp. -οώτερος X.Cyr.8.1.41; -ούστερος Arist.Pr.863b1: Sup. -ούστατος ib.960b5. 2 in Music, εὔχροα χρώματα Philoch.66.
German (Pape)
[Seite 1110] zsgz. εὔχρους, von guter, gesunder Farbe, gesundem Aussehen, Xen. Lac. 5, 8; Arist. u. Folgende; εὔχρους χρόα, schöne Farbe, Theophr., wie χρώματα εὔχροα Philoch. Ath. XIV, 638 a; εὐχροώτερος, Xen. Cyr. 8, 1, 41; εὐχρούστερος, Arist. probl. 2, 30 u. Theophr.; s. Lob. Phryn. p. 143. Vgl. εὔχρως.
Greek (Liddell-Scott)
εὔχροος: -ον, σηνῃρημ. εὔχρους, ουν· Ἰων. εὔχροιος, ον· πρβλ. εὔχρως· (χρόα)· ἔχων καλόν, ζωηρόν, ἀνθηρὸν χρῶμα, καλὴν ἐπιδερμίδα, ὑγιής, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ξεν. Λακ. 5. 8, κτλ.· - Συγκρ. -οώτερος Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41· -ούστερος Ἀριστ. Προβλ. 2. 30, κτλ.· Ὑπερθ. -ούστατος αὐτόθι 32. 1. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, εὔχροα χρώματα Φιλόχορ. παρ’ Ἀθην. 638Α. - Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει τόμ. Β΄ σ. 49 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
de belle couleur, de beau teint;
Cp. εὐχροώτερος.
Étymologie: εὖ, χρόα.
Greek Monotonic
εὔχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -ουν, Ιων. -χροιος, -ον (χρόα)· αυτός που έχει καλό χρώμα, ζωηρόχρωμος, αυτός που έχει καλή όψη, όμορφη επιδερμίδα προσώπου, ακμαίος, σφριγηλός, υγιής, σε Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. -οώτερος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
εὔχροος: стяж. εὔχρους 2 с красивым цветом (лица), цветущий, свежий (на вид) Xen., Arst.