εὔχρως
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
ων,
A = εὔχροος, Ar.Eq.1171, Th.644, Theopomp.Com.24, X.Oec.10.5: pl., εὔχρω Arist.PA677a23; ruddy, Thphr. HP 3.9.7; bright-coloured, ib.7.3.1.
2 of music, = εὔχροος, condemned by Pl.Lg.655a. (Only used in nom. and acc.)
German (Pape)
[Seite 1110] ων, = εὔχροος, nur nom. u. acc., εὔ. χρων γε θαἷμα Ar. Lys. 206; Xen. Oec. 10, 5 u. Folgde; ἥπατα εὔχρω Arist. part. an. 4, 2; εὔχρων μέλος Plat. Legg. II, 655 a (vgl. χρῶμα).
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
seul. nom. et acc.
c. εὔχροος.
Russian (Dvoretsky)
εὔχρως: ων (стяж. к εὔχροος) досл. с хорошим цветом, перен.:
1 яркокрасный или румяный (θαἶμα Arph.; ἥπατα Arst.);
2 цветущий на вид (ὑγιαίνων καὶ εὔ. Xen.);
3 красочный, яркий (μέλος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔχρως: -ων, = εὔχροος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1171, Θεσμ. 644, Λυσ. 206, Ξεν. Οἰκ. 10, 5· πληθ. εὔχρῳ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 2. 2) ἐπὶ μουσικῆς, ὡς τὸ εὔχροος, Πλάτ. Νόμ. 555Α. Ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ ὀνομαστ. καὶ αἰτιατ.
Greek Monolingual
εὔχρως, -ων (Α)
1. εύχρους
2. φρ. μουσ. «εὔχρων μέλος» — το μέλος που εμφανίζει καλό μουσικό χρωματισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χρως «χρώμα»].
Greek Monotonic
εὔχρως: -ων, = εὔχροος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
εὔ-χρως, ων, = εὔχροος, Ar.]
English (Woodhouse)
(see also: εὔχρους) fresh, of good complexion