θυμελαία: Difference between revisions
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thymelaia | |Transliteration C=thymelaia | ||
|Beta Code=qumelai/a | |Beta Code=qumelai/a | ||
|Definition=ἡ, prob. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, prob. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[spurge-flax]], [[Daphne Cnidium]], Dsc.4.172, <span class="bibl">Plin. <span class="title">HN</span>13.114</span>:—hence θῡμᾱρ-αΐτης [<b class="b3">ῑ] οἶνος, ὁ</b>, wine [[flavoured with]] <b class="b3">θυμελαία</b>, Dsc.5.68.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:25, 1 July 2020
English (LSJ)
ἡ, prob.
A spurge-flax, Daphne Cnidium, Dsc.4.172, Plin. HN13.114:—hence θῡμᾱρ-αΐτης [ῑ] οἶνος, ὁ, wine flavoured with θυμελαία, Dsc.5.68.
German (Pape)
[Seite 1223] ἡ, ein Strauch, dessen Beeren, κόκκος Κνίδειος, stark abführen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
θῠμελαία: ἡ, θάμνος τις οὗ ὁ καρπὸς (κόκκος Κνίδιος) εἶναι δραστήριον, καθάρσιον, ἴσως Daphne cnidium, Διοσκ. 4. 173.
Greek Monolingual
η (Α θυμελαία)
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη θυμελαιώδη, οικογένεια θυμελαιίδες
αρχ.
είδος θάμνου που ο καρπός του είναι ισχυρό καθαρτικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + ελαία. Με τη νεοελλ. σημασία η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thymelaea].