θωρακοφόρος: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thorakoforos | |Transliteration C=thorakoforos | ||
|Beta Code=qwrakofo/ros | |Beta Code=qwrakofo/ros | ||
|Definition=Ion.</gram> θωρηκ-, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=Ion.</gram> θωρηκ-, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[wearing a breastplate]], [[cuirassier]], <span class="bibl">Hdt.7.89</span>,<span class="bibl">92</span>, <span class="bibl">8.113</span>, <span class="bibl">X. <span class="title">Cyr.</span>5.3.36</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>2.63c</span>; <b class="b3">τὸ θ</b>. <span class="bibl">D.C.47.43</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:15, 1 July 2020
English (LSJ)
Ion.</gram> θωρηκ-, ον,
A wearing a breastplate, cuirassier, Hdt.7.89,92, 8.113, X. Cyr.5.3.36, Jul.Or.2.63c; τὸ θ. D.C.47.43.
German (Pape)
[Seite 1230] einen Brustharnisch, Panzer tragend, Xen. Cyr. 5, 3, 36; in ion. Form θωρηκοφόρος, Her. 7, 89. 8, 113.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte une cuirasse.
Étymologie: θώραξ, φέρω.
Greek Monolingual
-ο (Α θωρακοφόρος και ιων. τ. θωρηκοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει θώρακα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο θωρακοφόρος
στρατιώτης που ανήκε σε σώμα βαρέως οπλισμένων ιππέων στον παλαιό γαλλικό στρατό
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ θωρακοφόρος και θωρηκοφόρος
στρατιώτης οπλισμένος με θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, -κος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κανη-φόρος κερδο-φόρος.
Greek Monotonic
θωρᾱκοφόρος: Ιων. θωρηκ-, -ον (φέρω), αυτός που φοράει θώρακα, ο θωρακοφόρος ιππέας, σε Ηρόδ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
θωρᾱκοφόρος: 2, ион. θωρηκοφόρος 2 одетый в панцирь, броненосный Her., Xen.
Middle Liddell
φέρω
wearing a breastplate, a cuirassier, Hdt., Xen.