μέσωρος: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mesoros | |Transliteration C=mesoros | ||
|Beta Code=me/swros | |Beta Code=me/swros | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[between the ages]], [[adolescent]], Hsch.; also of things, [[suited to boys and men]], Id.; ὅπλα <span class="bibl">Poll.7.158</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:23, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A between the ages, adolescent, Hsch.; also of things, suited to boys and men, Id.; ὅπλα Poll.7.158.
German (Pape)
[Seite 141] im mittleren Alter, zwischen Jüngling u. Mann, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μέσωρος: -ον, ὁ ἁρμόζων εἰς τὸν ἔχοντα ἡλικίαν μεταξὺ παιδικῆς καὶ ἀνδρικῆς, «μέσωρα δὲ ὅπλα τὰ καὶ τοῖς παισὶν ἁρμόσαι δυνάμενα» Πολυδ. Ζ΄, 158, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μέσωρος, -ον (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ της παιδικής και της ανδρικής ηλικίας, νεανίας, έφηβος
2. αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται σε αυτήν την ενδιάμεση ηλικία («μέσωρα ὅπλα
τὰ καὶ τοῑς παισὶν ἁρμόσαι δυνάμενα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ὅρος. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. δί-ωρος)].