τιμαλφής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=timalfis
|Transliteration C=timalfis
|Beta Code=timalfh/s
|Beta Code=timalfh/s
|Definition=ές, (τιμή, ἀλφεῖν) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fetching a prize, costly, precious</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>56</span>, Ion Trag.<span class="bibl">43</span>; -έστατον κτῆμα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>59b</span>; πρᾶγμα χρυσοῦ -έστερον Nicostr. ap. Stob.4.23.62, cf. <span class="bibl">Ph. 1.157</span>; πάντα μου τὰ -έστατα κτήματα Gal.14.66.</span>
|Definition=ές, (τιμή, ἀλφεῖν) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fetching a prize]], [[costly]], [[precious]], <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>56</span>, Ion Trag.<span class="bibl">43</span>; -έστατον κτῆμα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>59b</span>; πρᾶγμα χρυσοῦ -έστερον Nicostr. ap. Stob.4.23.62, cf. <span class="bibl">Ph. 1.157</span>; πάντα μου τὰ -έστατα κτήματα Gal.14.66.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:10, 2 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμαλφής Medium diacritics: τιμαλφής Low diacritics: τιμαλφής Capitals: ΤΙΜΑΛΦΗΣ
Transliteration A: timalphḗs Transliteration B: timalphēs Transliteration C: timalfis Beta Code: timalfh/s

English (LSJ)

ές, (τιμή, ἀλφεῖν)

   A fetching a prize, costly, precious, A.Fr.56, Ion Trag.43; -έστατον κτῆμα Pl.Ti.59b; πρᾶγμα χρυσοῦ -έστερον Nicostr. ap. Stob.4.23.62, cf. Ph. 1.157; πάντα μου τὰ -έστατα κτήματα Gal.14.66.

German (Pape)

[Seite 1114] ές, was einen Preis oder Werth findet, übh. geschätzt, geehrt, werthvoll; Aesch. frg. 47; τιμαλφέστατον κτῆμα, Plat. Tim. 59 b; φόρτος, Luc. epigr. 17 (XI, 432), u. öfter bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τιμαλφής: -ές, (τιμή, ἀλφεῖν) ὁ τιμὴν ἀποφέρων, τίμιος, πολυτελής, πολύτιμος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 53· τιμαλφέστατον κτῆμα Πλάτ. Τίμ. 59Β· πρᾶγμα χρυσοῦ τιμαλφέστερον Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 445. 41. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τιμαλφής· ἔντιμος, τιμὴν ἀλφαίνουσα, διὰ τιμῆς ἀγομένη· Ἴων (Ἀποσπ. 43) Φοίνικι δευτέρῳ».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui trouve son prix, qui parvient à se vendre son prix ; coûteux, précieux, cher;
Sp. τιμαλφέστατος.
Étymologie: τιμή, ἀλφάνω.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που αξίζει πολύ, πολύτιμος
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τιμαλφή
κοσμήματα, πολύτιμα λίθοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -αλφής (< ἀλφάνω «φέρω, βρίσκω, αποκτώ»), πρβλ. πολυ-αλφής].

Greek Monotonic

τῐμαλφής: -ές (τιμή, ἀλφεῖν), αυτός που αποφέρει τιμή, τίμιος, πολύτιμος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

τῑμαλφής: ἀλφάνω
1) чтимый, прославляемый Aesch.;
2) высоко ценимый (κτῆμα Plat.): χρυσοῦ τ. φόρτος Luc. драгоценный груз золота.

Middle Liddell

τῐμ-αλφής, ές τιμή, ἀλφεῖν]
fetching a prize, costly, precious, Plat.