καρανιστήρ: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(1ab) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karanistir | |Transliteration C=karanistir | ||
|Beta Code=karanisth/r | |Beta Code=karanisth/r | ||
|Definition=ῆρος, ο, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ῆρος, ο, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[beheading]], [[touching the head]], κ. δίκαι <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span> 186</span>:—also κᾰρᾱν-ιστὴς μόρος <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>817</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:20, 3 July 2020
English (LSJ)
ῆρος, ο, ἡ,
A beheading, touching the head, κ. δίκαι A.Eu. 186:—also κᾰρᾱν-ιστὴς μόρος E.Rh.817.
German (Pape)
[Seite 1325] ῆρος, ὁ (κάρα, das Verb. καρανίζω findet sich nicht), = Folgdm, δίκαι Aesch. Eum. 177.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m;
c. καρανιστής.
Greek Monolingual
καρανιστήρ, -ῆρος, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που αποβλέπει στον αποκεφαλισμό, στην αποτομή της κεφαλής («καρανιστῆρες... δίκαι» — δίκες που αποκεφαλίζουν, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρανον, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. καρανίζω].
Greek Monotonic
κᾰρᾱνιστήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που αποκεφαλίζει, καρατομεί, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰρᾱνιστήρ: ῆρος ὁ рубящий головы, лишающий жизни (δίκαι Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρανιστήρ -ῆρος [κάρηνον] dodelijk.