δυσμαί: Difference between revisions

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
(2)
(CSV import)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δυσμαί:''' αἱ pl. к [[δυσμή]].
|elrutext='''δυσμαί:''' αἱ pl. к [[δυσμή]].
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=(see also: [[δυσμή]]) [[set]], [[setting of the sun]]
}}
}}

Revision as of 13:39, 4 July 2020

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
1 le coucher du soleil, des astres;
2 p. ext. la région où le soleil se couche, le couchant, l’occident.
Étymologie: δύνω.

Greek Monolingual

αι (AM δυσμαί, αι και δυσμή, η
Α δωρ. τ. και δυθμή)
1. το μέρος του ορίζοντα που δύει ο ήλιοςπρος δυσμάς», «πρὸς ἡλίου δυσμέων» — προς τα δυτικά)
2. το τελευταίο χρονικό διάστημα («εις τας δυσμάς του βίου του, της στρατιωτικής του υπηρεσίας» κ.λπ.
στο τέλος της ζωής του, της στρατιωτικής του υπηρεσίας κ.λπ.
β. «δυσμαί βίου» — τα γηρατειά, το τέλος της ζωής).

Russian (Dvoretsky)

δυσμαί: αἱ pl. к δυσμή.

English (Woodhouse)

(see also: δυσμή) set, setting of the sun

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)