θωπεία: Difference between revisions
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[θωπεία]], ἡ,<br />[[flattery]], [[adulation]], Eur., Ar. | |mdlsjtxt=[[θωπεία]], ἡ,<br />[[flattery]], [[adulation]], Eur., Ar. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[flattery]] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 4 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A flattery, E.Or.670, Jul.Or.3.102c, etc.: pl., Ar.Eq. 890; θωπεῖαι λόγων Pl.Lg.906b; θωπεῖαι κολακικαί ib.633d.
German (Pape)
[Seite 1230] ἡ, die Schmeichelei; Eur. Or. 869; Ar. Equ. 887; λόγων Plat. Legg. X, 908 b, öfter, immer im plur.; von Pferden, θωπείας καὶ θεραπείας δεόμενοι Xen. Hipp. 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
θωπεία: ἡ, (θωπεύω) κολακεία, περιποίησις ὑπερβολική, Εὐρ. Ὀρ. 670, Ἀριστοφ. Ἱππ. 887 (ἐν τῷ πληθ.)· οὕτω, θωπεῖαι λόγων Πλάτ. Νόμ. 906Β· θ. κολακικαὶ αὐτόθι 633D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
caresse, flatterie.
Étymologie: θωπεύω.
Greek Monolingual
ἡ (Α θωπεία) θωπεύω
1. κολακεία, υπερβολική περιποίηση, γαλιφιά, καλόπιασμα
2. χάδι, χάιδεμα, χαϊδολόγημα, τρυφερή εκδήλωση (α. «μητρικές θωπείες» β. «ερωτικές θωπείες»).
Greek Monotonic
θωπεία: ἡ, κολακεία, υπερβολική περιποίηση, σε Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
θωπεία: ἡ преимущ. pl. лесть (ὑπερβαλεῖν τινα θωπείαις Arph.): θωπείᾳ λέγειν τι Eur. говорить что-л. из лести; θωπεῖαι λόγων Plat. льстивые речи; θωπεῖαι κολακικαί Plat. вкрадчивая лесть, заискивание.
Middle Liddell
θωπεία, ἡ,
flattery, adulation, Eur., Ar.