οἰωνοκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=οἰωνο-[[κτόνος]], ον, [[κτείνω]]<br />[[killing]] birds, Aesch. | |mdlsjtxt=οἰωνο-[[κτόνος]], ον, [[κτείνω]]<br />[[killing]] birds, Aesch. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[destroying birds]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 4 July 2020
English (LSJ)
ον,
A killing birds, χειμών ib.563.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων πτηνά, χειμὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 563.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue les oiseaux.
Étymologie: οἰωνός, κτείνω.
Greek Monolingual
οἰωνοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει τα πουλιά («οἰωνοκτόνος χειμών», Αισχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος.
Greek Monotonic
οἰωνοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που σκοτώνει πουλιά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
οἰωνοκτόνος: убивающий птиц, т. е. губительный для птиц (χειμών Aesch.).
Middle Liddell
οἰωνο-κτόνος, ον, κτείνω
killing birds, Aesch.