μυριάμφορος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῡρι-άμφορος, ον [[ἀμφορεύς]]<br />holding 10, 000 measures: metaph. of [[prodigious]] [[size]], Ar.
|mdlsjtxt=μῡρι-άμφορος, ον [[ἀμφορεύς]]<br />holding 10, 000 measures: metaph. of [[prodigious]] [[size]], Ar.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[holding ten thousand amphorae]]
}}
}}

Revision as of 15:30, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐάμφορος Medium diacritics: μυριάμφορος Low diacritics: μυριάμφορος Capitals: ΜΥΡΙΑΜΦΟΡΟΣ
Transliteration A: myriámphoros Transliteration B: myriamphoros Transliteration C: myriamforos Beta Code: muria/mforos

English (LSJ)

ον,

   A holding 10,000 measures (ἀμφορεῖς): Com. metaph., ῥῆμα μ. Ar.Pax521.

German (Pape)

[Seite 218] lehntausend Maaß oder amphoras haltend, ρῆμα, Ar. Pax 513, gleichsam Tausendweinfaßwort, mit Beziehung auf die weinspendende Ὀπώρα.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριάμφορος: -ον, ὁ χωρῶν 10,000 μέτρα (ἀμφορεῖς)· Κωμ. μεταφορ., ῥῆμα μ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 521· πρβλ. μυριοφόρος, τριχοίνικος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte ou peut porter une cargaison de 10 000 amphores.
Étymologie: μυρίοι, ἀμφορεύς.

Greek Monolingual

μυριάμφορος, -ον (Α)
μτφ. αυτός που χωρά μυρίους, δέκα χιλιάδες αμφορείς ή που είναι ισοδύναμος με δέκα χιλιάδες αμφορείς (α. «πόθεν ἂν λάβοιμι ῥῆμα μυριάμφορον», Αριστοφ.
β. «μυριάμφορον
μυρίων ἀμφορέων ἄξιον», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + ἀμφορεύς (πρβλ. δεκ-άμφορος, τετρ-άμφορος].

Greek Monotonic

μῡριάμφορος: -ον (ἀμφορεύς), αυτός που χωράει 10.000 μεζούρες (αμφορείς)· μεταφ., αυτός που έχει τεράστιο μέγεθος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μῡριάμφορος: досл. содержащий десять тысяч амфор, перен. непомерный (ῥῆμα Arph.).

Middle Liddell

μῡρι-άμφορος, ον ἀμφορεύς
holding 10, 000 measures: metaph. of prodigious size, Ar.

English (Woodhouse)

holding ten thousand amphorae

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)