μελάμφυλλος: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μελάμ-φυλλος, ον [[φύλλον]]<br />[[dark]]-leaved, Anacr.: of places, [[dark]] with leaves, Pind., Soph. | |mdlsjtxt=μελάμ-φυλλος, ον [[φύλλον]]<br />[[dark]]-leaved, Anacr.: of places, [[dark]] with leaves, Pind., Soph. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[shady]], [[black with leaves]], [[dark with leaves]], [[luxuriant with foliage]] | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 4 July 2020
English (LSJ)
ον,
A dark-leaved, δάφνα Anacr. 78 (= 92 Diehl, perh. pr. n.); δάφναι Theoc.Ep.1.3; κισσός D.P.573; of places, dark with leaves, Αἴτνας κορυφαί Pi.P.1.27; γῆ S.OC 482; ὄρη Ar.Th.997 (lyr.). II as Subst. μελάμφυλλον, τό, = ἄκανθος, Dsc.3.17, Gal.11.818.
German (Pape)
[Seite 118] schwarzblätterig, mit dunklem Laube, dichtbelaubt, Αἴτνας μελαμφύλλοις κορυφαῖς, Pind. P. 1, 27; γῆ, Soph. O. C. 483, schattig; ὄρη, Ar. Th. 997; sp. D., wie D. Per. 573; – τὸ μελάμφυλλον, eine Pflanze, Bärenklau, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μελάμφυλλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα, μαῦρα φύλλα, δάφνα Ἀνακρ. 82· κισσὸς Διον. Π. 573· ἐπὶ τόπων, δασύς, σύσκιος, κατάσκιος ἐκ τῶν φύλλων, Αἴτνα Πινδ. Π. 1. 53· γῆ Σοφ. Ο. Κ. 482· ὄρη Ἀριστοφ. Θεσμ. 997. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μελάμφυλον, τό, = ἄκανθος, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 3. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au feuillage sombre.
Étymologie: μέλας, φύλλον.
English (Slater)
μελάμφυλλος, -ον
1 dark with foliage Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις κορυφαῖς (P. 1.27)
Greek Monolingual
μελάμφυλλος, -ον (Α)
βλ. μελανόφυλλος.
Greek Monotonic
μελάμφυλλος: -ον (φύλλον), αυτός που έχει μαύρα φύλλα, σε Ανακρ.· λέγεται για τόπους, με πυκνή σκιά από φύλλα, σε Πίνδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
μελάμφυλλος: покрытый темной листвой (Αἴτνας κορυφαί Pind.; γῆ Soph.; ὄρη Arph.).
Middle Liddell
μελάμ-φυλλος, ον φύλλον
dark-leaved, Anacr.: of places, dark with leaves, Pind., Soph.
English (Woodhouse)
shady, black with leaves, dark with leaves, luxuriant with foliage