φιλάκρατος: Difference between revisions
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
(1b) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filakratos | |Transliteration C=filakratos | ||
|Beta Code=fila/kratos | |Beta Code=fila/kratos | ||
|Definition=Ion. φιλάκρ-ητος, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=Ion. φιλάκρ-ητος, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[fond of sheer wine]], [[given to wine]], of Anacreon, <span class="bibl">Simon.183.5</span>; Διόνυσος <span class="title">AP</span>6.169; also <b class="b3">φ. ἕρπυλλος</b> ib.4.1.53 (Mel.); <b class="b3">ἁρμονίη</b> ib.<span class="bibl">7.26</span> (Antip. Sid.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:45, 5 July 2020
English (LSJ)
Ion. φιλάκρ-ητος, ον,
A fond of sheer wine, given to wine, of Anacreon, Simon.183.5; Διόνυσος AP6.169; also φ. ἕρπυλλος ib.4.1.53 (Mel.); ἁρμονίη ib.7.26 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1274] ion. φιλάκρητος, reinen, ungemischten Wein liebend, übh. dem Weine, dem Trunke ergeben; Διόνυσος Ep. ad. 130 (VI, 169); ἁρμονίη Antp. Sil. 74 (VII, 26); u. a. sp. D., wie Nonn. D. 29, 246.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλάκρᾱτος: -ον, Ἰων. -ητος, ον, ὁ φιλῶν τὸν ἄκρατον οἶνον, δεδομένος εἰς ἀκρατοποσίαν, λεγόμενον περὶ τοῦ Ἀνακρέοντος ὑπὸ Σιμωνίδου (;) 179· Διόνυσος Ἀνθ. Π. 6. 169· ὡσαύτως, φ. ἕρπυλλον αὐτόθι 4. 1, 53· ἁρμονίη αὐτόθι 7. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le vin pur ; ivrogne.
Étymologie: φίλος, ἄκρατος.
Greek Monolingual
και ιων. τ. φιλάκρητος, -ον, Α
1. αυτός που του αρέσει ο άκρατος οίνος, το ανόθευτο κρασί
2. (γενικά) οινοπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄκρατος (ενν. οἶνος) «ανέρωτο κρασί»].
Greek Monotonic
φῐλάκρᾱτος: Ιων. -ητος, -ον, αυτός που αγαπά το ανόθευτο κρασί, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φιλάκρᾱτος: ион. φιλάκρητος 2
1) любящий чистое вино, много пьющий (Διόνυσος Anth.);
2) связанный с вином (ἕρπυλλος Anth.) или с попойками (ἁρμονίη Anth.).