μικρολόγος: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, ") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mikrologos | |Transliteration C=mikrologos | ||
|Beta Code=mikrolo/gos | |Beta Code=mikrolo/gos | ||
|Definition=or σμικρ-, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[counting trifles]], [[careful about trifles]]; and so, </span><span class="sense"> <span class="bld">1</span> | |Definition=or σμικρ-, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[counting trifles]], [[careful about trifles]]; and so, </span><span class="sense"> <span class="bld">1</span> [[caring about petty expenses]], [[penurious]], <span class="bibl">D.59.36</span>, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">Char.</span>10.1</span>, <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>255</span>, etc.; <b class="b3">σὺ δὲ μ. ἄρ' οὐ θέλων καινὰς πρίασθαι</b> (sc. <b class="b3">ἐμβάδας</b>) <span class="bibl">Men.109.4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[cavilling about trifles]], [[captious]], μ. καὶ μεμψίμοιρος <span class="bibl">Isoc.12.8</span>; μ. καὶ μικρολύπους Plu. 2.171b; [[petty]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>210d</span>. Adv. -γως Plu.2.730b.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:30, 7 July 2020
English (LSJ)
or σμικρ-, ον,
A counting trifles, careful about trifles; and so, 1 caring about petty expenses, penurious, D.59.36, Thphr. Char.10.1, Hyp.Fr.255, etc.; σὺ δὲ μ. ἄρ' οὐ θέλων καινὰς πρίασθαι (sc. ἐμβάδας) Men.109.4. 2 cavilling about trifles, captious, μ. καὶ μεμψίμοιρος Isoc.12.8; μ. καὶ μικρολύπους Plu. 2.171b; petty, Pl.Smp.210d. Adv. -γως Plu.2.730b.
German (Pape)
[Seite 184] Kleinigkeiten sammelnd, der sich aus Kleinigkeiten Etwas macht, auf Kleinigkeiten achtet; ἀνελεύθεροι καὶ μικρολόγοι Μεγαρεῖς, Dem. 59, 36; dem σεμνός entgeggstzt, Plut. ad. et am. discr. 38 u. öfter; καὶ μεμψίμοιρον, δυσάρεστον, vom Alter, das auf Kleinigkeiten ein großes Gewicht legt, peinlich, mürrisch, Isocr. 12, 8, wie Luc. Prom. 17; καὶ ὀργίλος καὶ φιλόνεικος, Hermot. 80; oes. kleinlich, schmutzig geizig, Luc. u. a. Sp., wie Hdn. 2, 3, 22; Ath. I, 3 d, wo es der μεγαλοψυχία entgeggstzt ist; – μικρολόγως ἐγκαλεῖν, Plut. Symp. 8, 8, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρολόγος: ἢ σμικρ-, ον, (ἴδε μικρός)· ― ὁ συλλέγων μηδαμινὰ πράγματα, περὶ μηδαμινῶν φροντίζων· ἑπομένως, Ι. ὁ φροντίζων περὶ μικρῶν δαπανῶν, φειδωλός, γλίσχρος, Δημ. 1357. 9, κτλ.· σὺ δὲ μ. ἄρ’ οὐ θέλων καινὰς πρίασθαι (δηλ. ἐμβάδας) Μένανδρ. ἐν «Δεισ.» 2. 2) ὁ προσέχων εἰς μικρὰς καὶ ἀναξίας λόγου λεπτομερείας, φιλόνεικος, Ἰσοκρ. 234C· μ. καὶ μικρολύπους Πλούτ. 2. 171Β· μικροπρεπής, Πλάτ. Συμπ. 210D· ― Ἐπίρρ. -γως, Πλούτ. 2. 730Β.
French (Bailly abrégé)
ou σμικρολόγος;
ος, ον :
1 minutieux, pointilleux, chicaneur;
2 mesquin, qui a un petit esprit ou un petit caractère.
Étymologie: μικρός, λόγος.
Greek Monolingual
-ο
(Α μικρολόγος και σμικρολόγος -ον)
1. αυτός που μιλάει ή φροντίζει για ασήμαντα πράγματα
2. αυτός που δίνει προσοχή σε ασήμαντες λεπτομέρειες, σχολαστικός
αρχ.
1. αυτός που φροντίζει για μικρές δαπάνες, φειδωλός, τσιγγούνης
2. μικροπρεπής.
επίρρ...
μικρολόγως (Α)
με τρόπο που αρμόζει σε μικρολόγο, με ασημαντολογία, με σχολαστικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -λόγος].
Greek Monotonic
μῑκρολόγος: ή σμικρο-, αυτός που υπολογίζει και τα ασήμαντα πράγματα, απ' όπου,
1. αυτός που νοιάζεται ακόμη και για ασήμαντα έξοδα, τσιγκούνης, σε Δημ.
2. αυτός που προβάλλει συνεχώς επιπόλαιες ενστάσεις για ασήμαντα ζητήματα, που διακατέχεται από αρνητισμό, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μῑκρολόγος: и σμῑκρολόγος
1) питающий пристрастие к пустякам, мелочной, придирчивый Dem., Isocr., Luc.;
2) скупой, скаредный Luc.
Middle Liddell
reckoning trifles; and so,
1. caring about petty expenses, penurious, Dem.
2. cavilling about trifles, captious, Plat.