σιγαλός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(nl)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sigalos
|Transliteration C=sigalos
|Beta Code=sigalo/s
|Beta Code=sigalo/s
|Definition=Dor. for <b class="b3">σιγηλός</b> (q.v.).
|Definition=Dor. for [[σιγηλός]] (q.v.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:05, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑγᾱλός Medium diacritics: σιγαλός Low diacritics: σιγαλός Capitals: ΣΙΓΑΛΟΣ
Transliteration A: sigalós Transliteration B: sigalos Transliteration C: sigalos Beta Code: sigalo/s

English (LSJ)

Dor. for σιγηλός (q.v.).

German (Pape)

[Seite 878] dor. statt σιγηλός, Pind.

Greek (Liddell-Scott)

σῑγᾱλός: Δωρ. ἀντὶ τοῦ σιγηλός, Πινδ.

English (Slater)

ςῑγᾱλός
   1 silent σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών (P. 9.92)

Greek Monolingual

και σιγηλός, -ή, -ό / σιγαλός και σιγηλός, -ή, -όν, ΝΑ
1. αυτός που τηρεί σιγή, σιωπηλός
2. αυτός που δεν λέει πολλά, λιγομίλητος
3. αυτός που γίνεται χωρίς να προκαλεί θόρυβο, αθόρυβος, ήσυχος, σιγανός
νεοελλ.
1. αυτός που κινείται με αργό ρυθμό, βραδυκίνητος, αργός
2. δειλός, συνεσταλμένος.
επίρρ...
σιγαλά / σιγηλῶς ΝΑ
1. σιωπηλά, με σιγή
2. αθόρυβα, ήσυχα
νεοελλ.
με αργό ρυθμό, ήρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή / σιγῶ + επίθημα -ηλός / -ᾱλός (πρβλ. σφριγ-ηλός, ὑψ-ηλός)].

Greek Monotonic

σῑγᾰλός: Δωρ. αντί σιγηλός.

Russian (Dvoretsky)

σῑγᾱλός: дор. = σιγηλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιγαλός Dor. voor σιγηλός.