τεχνουργός: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=technourgos
|Transliteration C=technourgos
|Beta Code=texnourgo/s
|Beta Code=texnourgo/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[industrial]], of Solon's third class, <b class="b3">μοῖρα τεχνουργός</b> (sc. <b class="b3">πολιτείας</b>) Lyd.<span class="title">Mag.</span>1.47.</span>
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[industrial]], of Solon's third class, <b class="b3">μοῖρα τεχνουργός</b> (sc. [[πολιτείας]]) Lyd.<span class="title">Mag.</span>1.47.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η / [[τεχνουργός]], -όν ΝΜΑ<br />[[τεχνίτης]], [[δημιουργός]] («μοῑρα [[τεχνουργός]]», Ιω. Λυδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασκεί μια [[τέχνη]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατασκευάζει [[κάτι]] περίτεχνα, [[καλλιτέχνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=ο, η / [[τεχνουργός]], -όν ΝΜΑ<br />[[τεχνίτης]], [[δημιουργός]] («μοῑρα [[τεχνουργός]]», Ιω. Λυδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ασκεί μια [[τέχνη]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατασκευάζει [[κάτι]] περίτεχνα, [[καλλιτέχνης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 20:05, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνουργός Medium diacritics: τεχνουργός Low diacritics: τεχνουργός Capitals: ΤΕΧΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: technourgós Transliteration B: technourgos Transliteration C: technourgos Beta Code: texnourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A industrial, of Solon's third class, μοῖρα τεχνουργός (sc. πολιτείας) Lyd.Mag.1.47.

Greek Monolingual

ο, η / τεχνουργός, -όν ΝΜΑ
τεχνίτης, δημιουργός («μοῑρα τεχνουργός», Ιω. Λυδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που ασκεί μια τέχνη
2. αυτός που κατασκευάζει κάτι περίτεχνα, καλλιτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].