θεσπιῳδέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεσπιῳδέω''': εἶμαι [[θεσπιῳδός]], [[προφητεύω]], ᾄδω προφητικὸν [[μέλος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1161, Εὐρ, ἐν Φοιν. 959, Ἀριστοφ. Πλ. 9, Πλάτ. Ἀξ. 367D, κτλ. - [[Κατὰ]] [[Πολυδ]]. Α΄, 17, «τὸ γὰρ θεσπιῳδῆσαι διθυραμβῶδες».
|lstext='''θεσπιῳδέω''': εἶμαι [[θεσπιῳδός]], [[προφητεύω]], ᾄδω προφητικὸν [[μέλος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1161, Εὐρ, ἐν Φοιν. 959, Ἀριστοφ. Πλ. 9, Πλάτ. Ἀξ. 367D, κτλ. - [[Κατὰ]] Πολυδ. Α΄, 17, «τὸ γὰρ θεσπιῳδῆσαι διθυραμβῶδες».
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσπῐῳδέω Medium diacritics: θεσπιῳδέω Low diacritics: θεσπιωδέω Capitals: ΘΕΣΠΙΩΔΕΩ
Transliteration A: thespiōidéō Transliteration B: thespiōdeō Transliteration C: thespiodeo Beta Code: qespiw|de/w

English (LSJ)

   A to be a versifier of oracles (θεσπιῳδός), sing in prophetic strain, A.Ag.1161, E.Ph.959, Ar.Pl.9, Pl.Ax.367d; χρησμοὶ τὸ κράτος τῆς οἰκουμένης -ῳδοῦσι Posidon.36J.    II hold office of a versifier of oracles (θεσπιῳδός), OGI530.6 (Amisus), IGRom.4.1588 (Claros), etc.

German (Pape)

[Seite 1204] ein θεσπιῳδός sein, Orakel ertheilen, weissagen; Aesch. Ag. 1133; von Apollo, ὃς θεσπιῳδεῖ τρίποδος ἐκ χρυσηλάτου Ar. Plut. 9; Posid. Ath. V, 213 b; auch von Dichtern, οἳ ποιήμασι θειοτέροις τὰ περὶ τὸν βίον θεσπιῳδοῦσιν Plat. Ax. 367 d.

Greek (Liddell-Scott)

θεσπιῳδέω: εἶμαι θεσπιῳδός, προφητεύω, ᾄδω προφητικὸν μέλος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1161, Εὐρ, ἐν Φοιν. 959, Ἀριστοφ. Πλ. 9, Πλάτ. Ἀξ. 367D, κτλ. - Κατὰ Πολυδ. Α΄, 17, «τὸ γὰρ θεσπιῳδῆσαι διθυραμβῶδες».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être prophète, rendre un oracle.
Étymologie: θεσπιῳδός.

Greek Monotonic

θεσπῐῳδέω: (θεσπιῳδός), προφητεύω, ψέλνω προφητικό τραγούδι, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θεσπιῳδέω:
1) прорицать, пророчествовать (ἀμφὶ Κωκυτόν Aesch.; ἀνθρώποις Eur.; τρίποδος ἐκ χρυσηλάτου Arph.);
2) вдохновенно петь, воспевать (τὰ περὶ τὸν βίον Plat.).

Middle Liddell

θεσπιῳδέω, θεσπιῳδός
to prophesy, sing in prophetic strain, Aesch., Eur., Ar. [from θεσπιῳδός