Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταχρώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχρώννῡμι''': μέλλ. -χρώσω· -[[χρωματίζω]] ἐντελῶς, [[καταβάπτω]], καταχρῶσαι τὴν κόμην [[Πολυδ]]. Β΄, 35·- Παθ., κατεχρώσθη τὸ [[πρόσωπον]] κατ’ Αἰθίοπα, ἐμελάνισε, Εὐμάθ. σ. 121·- μεταφορ., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι Εὐρ. Ἑκ. 911·- οἱ τύποι τοῦ ἐνεστ. εὕρηνται παρὰ Σουΐδ., [[Πολυδ]]. Ζ΄, 169· παρὰ τοῖς Ἐκκλ. [[ὡσαύτως]], καταχρώσκω.
|lstext='''καταχρώννῡμι''': μέλλ. -χρώσω· -[[χρωματίζω]] ἐντελῶς, [[καταβάπτω]], καταχρῶσαι τὴν κόμην Πολυδ. Β΄, 35·- Παθ., κατεχρώσθη τὸ [[πρόσωπον]] κατ’ Αἰθίοπα, ἐμελάνισε, Εὐμάθ. σ. 121·- μεταφορ., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι Εὐρ. Ἑκ. 911·- οἱ τύποι τοῦ ἐνεστ. εὕρηνται παρὰ Σουΐδ., Πολυδ. Ζ΄, 169· παρὰ τοῖς Ἐκκλ. [[ὡσαύτως]], καταχρώσκω.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταχρώννυμι]] και καταχρωννύω και [[καταχρώζω]] (AM)<br />[[χρωματίζω]] εντελώς, [[βάφω]] («καταχρῶσαι τὴν κόμην», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>καταχρώννυμαι</i><br />κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ' αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρώννυμι]] «[[χρωματίζω]]»].
|mltxt=[[καταχρώννυμι]] και καταχρωννύω και [[καταχρώζω]] (AM)<br />[[χρωματίζω]] εντελώς, [[βάφω]] («καταχρῶσαι τὴν κόμην», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>καταχρώννυμαι</i><br />κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ' αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρώννυμι]] «[[χρωματίζω]]»].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 20:27, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχρώννῡμι Medium diacritics: καταχρώννυμι Low diacritics: καταχρώννυμι Capitals: ΚΑΤΑΧΡΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katachrṓnnymi Transliteration B: katachrōnnymi Transliteration C: katachronnymi Beta Code: kataxrw/nnumi

English (LSJ)

Poll.7.169, Suid.: impf. κατέχρωζεν Anon. ap. Suid. (s.h.v.):—

   A colour, -χρῶσαι τὴν κόμην Poll.2.35, cf. Alex.Aphr. in SE9.3:—Pass., metaph., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι E.Hec.911 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

καταχρώννῡμι: μέλλ. -χρώσω· -χρωματίζω ἐντελῶς, καταβάπτω, καταχρῶσαι τὴν κόμην Πολυδ. Β΄, 35·- Παθ., κατεχρώσθη τὸ πρόσωπον κατ’ Αἰθίοπα, ἐμελάνισε, Εὐμάθ. σ. 121·- μεταφορ., κατὰ δὲ κηλῖδα… κέχρωσαι Εὐρ. Ἑκ. 911·- οἱ τύποι τοῦ ἐνεστ. εὕρηνται παρὰ Σουΐδ., Πολυδ. Ζ΄, 169· παρὰ τοῖς Ἐκκλ. ὡσαύτως, καταχρώσκω.

French (Bailly abrégé)

1 noircir;
2 salir, tacher.
Étymologie: κατά, χρώννυμι.

Greek Monolingual

καταχρώννυμι και καταχρωννύω και καταχρώζω (AM)
χρωματίζω εντελώς, βάφω («καταχρῶσαι τὴν κόμην», Πολυδ.)
αρχ.
παθ. καταχρώννυμαι
κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ' αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρώννυμι «χρωματίζω»].

Russian (Dvoretsky)

καταχρώννῡμι: окрашивать, пачкать: κατα δ᾽ αἰθάλου κηλῖδ᾽ κέχρωσαι (Τροία) Eur. копотью покрылась Троя.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χρώννυμι kleuren; overdr., met acc. v. h. inw. obj.: κατὰ δ ’ αἰθάλου κηλῖδ ’( α )... κέχρωσαι jij bent zwart van de rookvlekken Eur. Hec. 911 (tmesis, lyr.).