κίνητρον: Difference between revisions
From LSJ
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κίνητρον''': ῑ, τό, συγκεκομμένον ἐκ τοῦ κινητήριον, [[τορύνη]] («κουτάλα») ἢ [[ξύλον]] δι’ «ἀνακάτωμα», | |lstext='''κίνητρον''': ῑ, τό, συγκεκομμένον ἐκ τοῦ κινητήριον, [[τορύνη]] («κουτάλα») ἢ [[ξύλον]] δι’ «ἀνακάτωμα», Πολυδ. Ζϳ, 169, Εὐστ. 1675. 57 Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 109· ― [[κίνηθρον]], Πολυδ. [[αὐτόθι]]· [[ὡσαύτως]] [[λικμητήριον]], «λιχνιστῆρι», Σχόλ. εἰς Ὀδ. Λ. 127. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 7 July 2020
English (LSJ)
τό,
A ladle or stick for stirring, Eust.1675.57, Sch.Nic.Th.109, Sch.Od.11.128.
German (Pape)
[Seite 1440] τό, Werkzeug zum Bewegen od. Umrühren, Eust. 1675, 57 u. Schol. Nic. Th. 109. S. κίνηθρον u. κινητήριος:
Greek (Liddell-Scott)
κίνητρον: ῑ, τό, συγκεκομμένον ἐκ τοῦ κινητήριον, τορύνη («κουτάλα») ἢ ξύλον δι’ «ἀνακάτωμα», Πολυδ. Ζϳ, 169, Εὐστ. 1675. 57 Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 109· ― κίνηθρον, Πολυδ. αὐτόθι· ὡσαύτως λικμητήριον, «λιχνιστῆρι», Σχόλ. εἰς Ὀδ. Λ. 127.