κυμινοδόκον: Difference between revisions
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
(22) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠμῑνοδόκον''': τό, [[δοχεῖον]] κυμίνου τιθέμενον ἐπὶ τῆς τραπέζης ὡς [[σήμερον]] τὸ ἁλατοδοχεῖον, Νικοχάρης ἐν «Γαλατείᾳ» 1· [[ὡσαύτως]] κυμινοδόκη, ἡ, Ἀπολλόδ. ἐν «Γραμματειδιοποιῷ» 1· ― [[θήκη]], ἡ, | |lstext='''κῠμῑνοδόκον''': τό, [[δοχεῖον]] κυμίνου τιθέμενον ἐπὶ τῆς τραπέζης ὡς [[σήμερον]] τὸ ἁλατοδοχεῖον, Νικοχάρης ἐν «Γαλατείᾳ» 1· [[ὡσαύτως]] κυμινοδόκη, ἡ, Ἀπολλόδ. ἐν «Γραμματειδιοποιῷ» 1· ― [[θήκη]], ἡ, Πολυδ. Ι΄, 93. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυμινοδόκον]], τὸ (Α)<br />[[δοχείο]] που περιείχε [[κύμινο]] και τοποθετούνταν στο [[τραπέζι]] όπως η [[αλατιέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύμινον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόκον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μελανο</i>-<i>δόκον</i>]. | |mltxt=[[κυμινοδόκον]], τὸ (Α)<br />[[δοχείο]] που περιείχε [[κύμινο]] και τοποθετούνταν στο [[τραπέζι]] όπως η [[αλατιέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύμινον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόκον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μελανο</i>-<i>δόκον</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:35, 7 July 2020
English (LSJ)
τό,
A box for cummin, spice-box, placed on the table like a salt-cellar, Nicoch.2:—also κῠμῑνο-δόκη, ἡ, Apollod.Gel.2; κῠμῑνο-δόχη, ἡ, Poll.10.93; κῠμῑνο-θήκη, ἡ, Demioprat.ibid.
Greek (Liddell-Scott)
κῠμῑνοδόκον: τό, δοχεῖον κυμίνου τιθέμενον ἐπὶ τῆς τραπέζης ὡς σήμερον τὸ ἁλατοδοχεῖον, Νικοχάρης ἐν «Γαλατείᾳ» 1· ὡσαύτως κυμινοδόκη, ἡ, Ἀπολλόδ. ἐν «Γραμματειδιοποιῷ» 1· ― θήκη, ἡ, Πολυδ. Ι΄, 93.
Greek Monolingual
κυμινοδόκον, τὸ (Α)
δοχείο που περιείχε κύμινο και τοποθετούνταν στο τραπέζι όπως η αλατιέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + -δόκον (< δέχομαι), πρβλ. μελανο-δόκον].