κεραυνοσκοπεῖον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεραυνοσκοπεῖον''': τό, μηχαναὶ πρὸς παραγωγὴν κεραυνῶν ἐπὶ τῆς σκηνῆς, [[Πολυδ]]. Δ΄, 127 καὶ 130.
|lstext='''κεραυνοσκοπεῖον''': τό, μηχαναὶ πρὸς παραγωγὴν κεραυνῶν ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Πολυδ. Δ΄, 127 καὶ 130.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=κεραυνοσκοπεῑον, τὸ (Α)<br />[[μηχάνημα]] με το οποίο παραγόταν τεχνητά η [[βροντή]] κεραυνού στη [[σκηνή]] του θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπεῖον</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>σκόπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αστερο</i>-[[σκοπείον]], <i>μετεωρο</i>-[[σκοπείον]]].
|mltxt=κεραυνοσκοπεῑον, τὸ (Α)<br />[[μηχάνημα]] με το οποίο παραγόταν τεχνητά η [[βροντή]] κεραυνού στη [[σκηνή]] του θεάτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπεῖον</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>σκόπος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αστερο</i>-[[σκοπείον]], <i>μετεωρο</i>-[[σκοπείον]]].
}}
}}

Revision as of 20:35, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνοσκοπεῖον Medium diacritics: κεραυνοσκοπεῖον Low diacritics: κεραυνοσκοπείον Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΣΚΟΠΕΙΟΝ
Transliteration A: keraunoskopeîon Transliteration B: keraunoskopeion Transliteration C: keravnoskopeion Beta Code: keraunoskopei=on

English (LSJ)

τό,

   A machine for making thunder on the stage, Poll.4.127,130.

German (Pape)

[Seite 1423] τό, nach Poll. 4, 127. 130 im Theater die Donnermaschine, auf einer hohen Warte.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοσκοπεῖον: τό, μηχαναὶ πρὸς παραγωγὴν κεραυνῶν ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Πολυδ. Δ΄, 127 καὶ 130.

Greek Monolingual

κεραυνοσκοπεῑον, τὸ (Α)
μηχάνημα με το οποίο παραγόταν τεχνητά η βροντή κεραυνού στη σκηνή του θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -σκοπεῖον (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. αστερο-σκοπείον, μετεωρο-σκοπείον].