περικεφάλαιος: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περικεφάλαιος''': -α, -ον, ὁ περὶ τὴν κεφαλήν· [[ὅθεν]], ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περικεφαλαία, ἡ, [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς, [[κράνος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 30, Πολύβ. 3. 71, 4, κτλ.· [[ὡσαύτως]] περικεφάλαιον, τό, ὁ αὐτ. 6. 22, 3. 2) [[νόσος]] τις τῆς κεφαλῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7. 3) [[μέρος]] τῆς πρῴρας πλοίου, [[Πολυδ]]. Α΄, 86.
|lstext='''περικεφάλαιος''': -α, -ον, ὁ περὶ τὴν κεφαλήν· [[ὅθεν]], ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περικεφαλαία, ἡ, [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς, [[κράνος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 30, Πολύβ. 3. 71, 4, κτλ.· [[ὡσαύτως]] περικεφάλαιον, τό, ὁ αὐτ. 6. 22, 3. 2) [[νόσος]] τις τῆς κεφαλῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7. 3) [[μέρος]] τῆς πρῴρας πλοίου, Πολυδ. Α΄, 86.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:46, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικεφάλαιος Medium diacritics: περικεφάλαιος Low diacritics: περικεφάλαιος Capitals: ΠΕΡΙΚΕΦΑΛΑΙΟΣ
Transliteration A: perikephálaios Transliteration B: perikephalaios Transliteration C: perikefalaios Beta Code: perikefa/laios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,

   A round the head : hence,    II Subst. περικεφαλαία, ἡ, covering for the head, helmet, cap, Call.Com.1 D., Aen. Tact.24.6, PPetr.3p.328 (iii B. C.), etc.; π. σιδηρᾶ περιηργυρωμένη IG 11(2).161 B77 (Delos, iii B. C.), cf. 22.1478.16, 12(5).647.30 (Ceos), Plb.3.71.4, J.AJ6.9.4, Antyll. ap. Orib.6.36.3.    b wig, Hsch.    2 disorder of the oak, Thphr.HP3.8.7.    3 in a ship, = ὁ στόλος ὑπὲρ τὴν στεῖραν, Poll.1.86, cf. Thphr.HP3.13.4.    4 name of a bandage, Sor.Fasc.24.

German (Pape)

[Seite 579] um den Kopf gehend, gebunden, Sp. Davon als subst. ἡ περικεφαλαία, Kopfbedeckung, Helm, Pol. 3, 71, 4 u. öfter, u. a. Sp.; auch τὸ περικεφάλαιον, Pol. 6, 22, 3. Bei Poll. 1, 86 ist ἡ περικεφαλαία ein Theil am Schiffe. – Bei Theophr. ist τὸ περικεφάλαιον eine Kopfkrankheit der Schweine.

Greek (Liddell-Scott)

περικεφάλαιος: -α, -ον, ὁ περὶ τὴν κεφαλήν· ὅθεν, ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περικεφαλαία, ἡ, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, κράνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 30, Πολύβ. 3. 71, 4, κτλ.· ὡσαύτως περικεφάλαιον, τό, ὁ αὐτ. 6. 22, 3. 2) νόσος τις τῆς κεφαλῆς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 7. 3) μέρος τῆς πρῴρας πλοίου, Πολυδ. Α΄, 86.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui entoure la tête :
I. ἡ περικεφαλαία :
1 casque;
2 partie de la quille d’un navire (cf. παρεμβολίς);
II. τὸ περικεφάλαιον casque.
Étymologie: περί, κεφαλή.

Greek Monolingual

-αία, -ον, ΜΑ
1. αυτός που τοποθετείται γύρω από το κεφάλι, που περιβάλλει την κεφαλή
2. το θηλ. ως ουσ.περικεφαλαία
βλ. περικεφαλαία
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ περικεφάλαιον
η περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κεφάλαιος (< κεφαλή)].