μοναυλία: Difference between revisions
From LSJ
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοναυλία''': ἡ, (αὐλὸς) [[μονῳδία]] ἐπὶ αὐλοῦ, | |lstext='''μοναυλία''': ἡ, (αὐλὸς) [[μονῳδία]] ἐπὶ αὐλοῦ, Πολυδ. Δ΄, 82. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:48, 7 July 2020
English (LSJ)
(B), ἡ, (αὐλή)
A living alone, celibacy, Pl.Lg.721d, Ph.2.327.
μον-αυλία (A), ἡ, (αὐλός)
A solo on the flute, Poll.4.82.
German (Pape)
[Seite 201] ἡ, 1) das Spielen auf dem μόναυλος, Poll. 4, 82. – 2) das Alleinleben, die Einsamkeit, bes. auch das Unverheirathetsein, Plat. Legg. VI, 721 d.
Greek (Liddell-Scott)
μοναυλία: ἡ, (αὐλὸς) μονῳδία ἐπὶ αὐλοῦ, Πολυδ. Δ΄, 82.
French (Bailly abrégé)
2ας (ἡ) :
vie solitaire ; particul. veuvage.
Étymologie: μόνος, αὐλή.
Greek Monolingual
(I)
μοναυλία, ἡ (Α)
μόναυλος μονωδία που ψάλλεται με αυλό.
(II)
μοναυλία, ἡ (Α) μοναύλιος
μοναχική ζωή, αγαμία.
Greek Monotonic
μοναυλία: ἡ (αὐλή), μοναχική, εργένικη ζωή, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μοναυλία: ἡ одинокая жизнь, одиночество Plat.