πολύγαμος: Difference between revisions
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύγᾰμος''': -ον, ὁ [[πολλάκις]] εἰς γάμον ἐλθών, ἢ ἔχων πολλὰς γυναῖκας, ζῶν ἐν πολυγαμίᾳ, | |lstext='''πολύγᾰμος''': -ον, ὁ [[πολλάκις]] εἰς γάμον ἐλθών, ἢ ἔχων πολλὰς γυναῖκας, ζῶν ἐν πολυγαμίᾳ, Πολυδ. Γ΄, 48· ― πολυγᾰμέω, ζῶ ἐν πολυγαμίᾳ, ἔχω πολλὰς γυναῖκας, Ἐκκλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br />/ [[πολύγαμος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συγχρόνως πολλές συζύγους<br /><b>2.</b> (για άνδρα) παντρεμένος πολλές φορές<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[γυναίκα]])<br /><b>1.</b> αυτή που έχει συγχρόνως πολλούς συζύγους<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) παντρεμένη πολλές φορές<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πολύγαμο [[φυτό]]» — [[φυτό]] του οποίου ένα [[άτομο]] φέρει τόσο ερμαφρόδιτα όσο και μονογενή [[άνθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>γαμος</i>). Η λ., ως [[επιστημονικός]] όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polygamous</i>]. | |mltxt=-η, -ο<br />/ [[πολύγαμος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συγχρόνως πολλές συζύγους<br /><b>2.</b> (για άνδρα) παντρεμένος πολλές φορές<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[γυναίκα]])<br /><b>1.</b> αυτή που έχει συγχρόνως πολλούς συζύγους<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) παντρεμένη πολλές φορές<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πολύγαμο [[φυτό]]» — [[φυτό]] του οποίου ένα [[άτομο]] φέρει τόσο ερμαφρόδιτα όσο και μονογενή [[άνθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>γαμος</i>). Η λ., ως [[επιστημονικός]] όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polygamous</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A often-married, or, living in polygamy, Poll.3.48, Ptol.Tetr.183.
German (Pape)
[Seite 660] oft verheirathet, ein Mann, welcher mehrere Frauen, und eine Frau, welche mehrere Männer nimmt, Sp., vgl. Poll.
Greek (Liddell-Scott)
πολύγᾰμος: -ον, ὁ πολλάκις εἰς γάμον ἐλθών, ἢ ἔχων πολλὰς γυναῖκας, ζῶν ἐν πολυγαμίᾳ, Πολυδ. Γ΄, 48· ― πολυγᾰμέω, ζῶ ἐν πολυγαμίᾳ, ἔχω πολλὰς γυναῖκας, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο
/ πολύγαμος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει συγχρόνως πολλές συζύγους
2. (για άνδρα) παντρεμένος πολλές φορές
νεοελλ.
(για γυναίκα)
1. αυτή που έχει συγχρόνως πολλούς συζύγους
2. (για γυναίκα) παντρεμένη πολλές φορές
3. φρ. «πολύγαμο φυτό» — φυτό του οποίου ένα άτομο φέρει τόσο ερμαφρόδιτα όσο και μονογενή άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γάμος (πρβλ. μονό-γαμος). Η λ., ως επιστημονικός όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polygamous].