προτέγιον: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
(1b)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προτέγιον''': τό, = τῷ ἑπομ., [[Πολυδ]]. Ζ´, 120, Πλουτ. Καῖσ. 17 (κ.ἀλλ. προστ-).
|lstext='''προτέγιον''': τό, = τῷ ἑπομ., Πολυδ. Ζ´, 120, Πλουτ. Καῖσ. 17 (κ.ἀλλ. προστ-).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:50, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτέγιον Medium diacritics: προτέγιον Low diacritics: προτέγιον Capitals: ΠΡΟΤΕΓΙΟΝ
Transliteration A: protégion Transliteration B: protegion Transliteration C: protegion Beta Code: prote/gion

English (LSJ)

τό,= sq., Poll.7.120.

German (Pape)

[Seite 790] τό, = Folgdm, Poll. 7, 120. S. auch προστέγιον.

Greek (Liddell-Scott)

προτέγιον: τό, = τῷ ἑπομ., Πολυδ. Ζ´, 120, Πλουτ. Καῖσ. 17 (κ.ἀλλ. προστ-).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bord en saillie d’un toit.
Étymologie: πρό, τέγος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. προστέγιον.

Greek Monotonic

προτέγιον: τό (τέγος), μπροστινό μέρος στέγης, γείσο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προτέγιον: τό навес (τῆς θύρας Plut.).

Middle Liddell

προ-τέγιον, ου, τό, τέγος
the forepart of a roof, Plut.