στομαλγία: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στομαλγία''': ἡ, ([[ἄλγος]]) [[ἄλγος]] τοῦ στόματος, [[Πολυδ]]. Δ΄, 185· - μεταφορ., [[ἀχαλίνωτος]] [[φλυαρία]], ὁ αὐτ. Β΄, 101. - Πρβλ. [[γλώσσαλγος]]. ([[στόμαργος]], [[στομαργία]], στομαργέω [[εἶναι]] πιθαν. [[ἁπλῶς]] Ἀττ. τύποι ἀντὶ στομαλγ-, ἴδε Pott Et. Forsch. 2. 98).
|lstext='''στομαλγία''': ἡ, ([[ἄλγος]]) [[ἄλγος]] τοῦ στόματος, Πολυδ. Δ΄, 185· - μεταφορ., [[ἀχαλίνωτος]] [[φλυαρία]], ὁ αὐτ. Β΄, 101. - Πρβλ. [[γλώσσαλγος]]. ([[στόμαργος]], [[στομαργία]], στομαργέω [[εἶναι]] πιθαν. [[ἁπλῶς]] Ἀττ. τύποι ἀντὶ στομαλγ-, ἴδε Pott Et. Forsch. 2. 98).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και στοματαλγία, η, ΝΜΑ [[στομαλγῶ]]<br />επώδυνη [[στοματίτιδα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> ακατάσχετη [[φλυαρία]].
|mltxt=και στοματαλγία, η, ΝΜΑ [[στομαλγῶ]]<br />επώδυνη [[στοματίτιδα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> ακατάσχετη [[φλυαρία]].
}}
}}

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομαλγία Medium diacritics: στομαλγία Low diacritics: στομαλγία Capitals: ΣΤΟΜΑΛΓΙΑ
Transliteration A: stomalgía Transliteration B: stomalgia Transliteration C: stomalgia Beta Code: stomalgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A soreness of the mouth, ibid.: metaph., mouth-plague, i.e. incessant chattering, Id.2.101.

German (Pape)

[Seite 947] ἡ, eigtl. Mundschmerz, übertr. Geschwätzigkeit, freches, zügelloses Reden, Poll. 2, 101.

Greek (Liddell-Scott)

στομαλγία: ἡ, (ἄλγος) ἄλγος τοῦ στόματος, Πολυδ. Δ΄, 185· - μεταφορ., ἀχαλίνωτος φλυαρία, ὁ αὐτ. Β΄, 101. - Πρβλ. γλώσσαλγος. (στόμαργος, στομαργία, στομαργέω εἶναι πιθαν. ἁπλῶς Ἀττ. τύποι ἀντὶ στομαλγ-, ἴδε Pott Et. Forsch. 2. 98).

Greek Monolingual

και στοματαλγία, η, ΝΜΑ στομαλγῶ
επώδυνη στοματίτιδα
μσν.-αρχ.
μτφ. ακατάσχετη φλυαρία.