στομαλγία: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στομαλγία''': ἡ, ([[ἄλγος]]) [[ἄλγος]] τοῦ στόματος, | |lstext='''στομαλγία''': ἡ, ([[ἄλγος]]) [[ἄλγος]] τοῦ στόματος, Πολυδ. Δ΄, 185· - μεταφορ., [[ἀχαλίνωτος]] [[φλυαρία]], ὁ αὐτ. Β΄, 101. - Πρβλ. [[γλώσσαλγος]]. ([[στόμαργος]], [[στομαργία]], στομαργέω [[εἶναι]] πιθαν. [[ἁπλῶς]] Ἀττ. τύποι ἀντὶ στομαλγ-, ἴδε Pott Et. Forsch. 2. 98). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και στοματαλγία, η, ΝΜΑ [[στομαλγῶ]]<br />επώδυνη [[στοματίτιδα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> ακατάσχετη [[φλυαρία]]. | |mltxt=και στοματαλγία, η, ΝΜΑ [[στομαλγῶ]]<br />επώδυνη [[στοματίτιδα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> ακατάσχετη [[φλυαρία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:55, 7 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A soreness of the mouth, ibid.: metaph., mouth-plague, i.e. incessant chattering, Id.2.101.
German (Pape)
[Seite 947] ἡ, eigtl. Mundschmerz, übertr. Geschwätzigkeit, freches, zügelloses Reden, Poll. 2, 101.
Greek (Liddell-Scott)
στομαλγία: ἡ, (ἄλγος) ἄλγος τοῦ στόματος, Πολυδ. Δ΄, 185· - μεταφορ., ἀχαλίνωτος φλυαρία, ὁ αὐτ. Β΄, 101. - Πρβλ. γλώσσαλγος. (στόμαργος, στομαργία, στομαργέω εἶναι πιθαν. ἁπλῶς Ἀττ. τύποι ἀντὶ στομαλγ-, ἴδε Pott Et. Forsch. 2. 98).
Greek Monolingual
και στοματαλγία, η, ΝΜΑ στομαλγῶ
επώδυνη στοματίτιδα
μσν.-αρχ.
μτφ. ακατάσχετη φλυαρία.