στρηνύζω: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρηνύζω''': ([[στρηνής]]) ἠχῶ ὡς [[σάλπιγξ]], φωνάζω [[τραχέως]] καὶ ἠχηρῶς, ἐπὶ τῶν ἐλεφάντων, Ἰόβας παρὰ | |lstext='''στρηνύζω''': ([[στρηνής]]) ἠχῶ ὡς [[σάλπιγξ]], φωνάζω [[τραχέως]] καὶ ἠχηρῶς, ἐπὶ τῶν ἐλεφάντων, Ἰόβας παρὰ Πολυδ. Ε´, 88 ([[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. στρυνύζω). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(για τους ελέφαντες) ηχώ σαν [[σάλπιγγα]], έχω τραχιά και ηχηρή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρηνής]] «[[οξύς]] [[διαπεραστικός]]» πιθ. [[κατά]] τα [[κελαρύζω]], [[ὀλολύζω]]. | |mltxt=Α<br />(για τους ελέφαντες) ηχώ σαν [[σάλπιγγα]], έχω τραχιά και ηχηρή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρηνής]] «[[οξύς]] [[διαπεραστικός]]» πιθ. [[κατά]] τα [[κελαρύζω]], [[ὀλολύζω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:57, 7 July 2020
English (LSJ)
(στρηνής)
A trumpet, of elephants, Juba 37 (corr. Schneider for στρυνύζω).
German (Pape)
[Seite 954] rauh und stark schreien, eigtl. von der Stimme des Elephanten, auch στρυνύζω geschrieben, Poll. 5, 88.
Greek (Liddell-Scott)
στρηνύζω: (στρηνής) ἠχῶ ὡς σάλπιγξ, φωνάζω τραχέως καὶ ἠχηρῶς, ἐπὶ τῶν ἐλεφάντων, Ἰόβας παρὰ Πολυδ. Ε´, 88 (μετὰ διαφόρ. γραφ. στρυνύζω).
Greek Monolingual
Α
(για τους ελέφαντες) ηχώ σαν σάλπιγγα, έχω τραχιά και ηχηρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρηνής «οξύς διαπεραστικός» πιθ. κατά τα κελαρύζω, ὀλολύζω.