Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμβολεύς: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που πλέκει («σχοίνων συμθολεῑς oἱ ψιαθοπλόκοι», Γρηγ. Κορ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κερκίδα]], το [[εργαλείο]] με το οποίο πλέκουν τα δίχτια τους οι ψαράδες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φίλων]] [[συμβολεύς]]» — αυτός που προκαλεί [[διαμάχη]] [[ανάμεσα]] σε φίλους <b>(Φρύν.)</b><br />β) «γλώττης [[συμβολεύς]]» — [[διερμηνέας]] (<b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβολή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προβολ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που πλέκει («σχοίνων συμθολεῑς oἱ ψιαθοπλόκοι», Γρηγ. Κορ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κερκίδα]], το [[εργαλείο]] με το οποίο πλέκουν τα δίχτια τους οι ψαράδες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φίλων]] [[συμβολεύς]]» — αυτός που προκαλεί [[διαμάχη]] [[ανάμεσα]] σε φίλους <b>(Φρύν.)</b><br />β) «γλώττης [[συμβολεύς]]» — [[διερμηνέας]] (<b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβολή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προβολ</i>-<i>εύς</i>)].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που πλέκει («σχοίνων συμθολεῑς oἱ ψιαθοπλόκοι», Γρηγ. Κορ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κερκίδα]], το [[εργαλείο]] με το οποίο πλέκουν τα δίχτια τους οι ψαράδες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φίλων]] [[συμβολεύς]]» — αυτός που προκαλεί [[διαμάχη]] [[ανάμεσα]] σε φίλους <b>(Φρύν.)</b><br />β) «γλώττης [[συμβολεύς]]» — [[διερμηνέας]] (<b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβολή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προβολ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που πλέκει («σχοίνων συμθολεῑς oἱ ψιαθοπλόκοι», Γρηγ. Κορ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κερκίδα]], το [[εργαλείο]] με το οποίο πλέκουν τα δίχτια τους οι ψαράδες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φίλων]] [[συμβολεύς]]» — αυτός που προκαλεί [[διαμάχη]] [[ανάμεσα]] σε φίλους <b>(Φρύν.)</b><br />β) «γλώττης [[συμβολεύς]]» — [[διερμηνέας]] (<b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμβολή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προβολ</i>-<i>εύς</i>)].
}}
}}

Revision as of 21:05, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβολεύς Medium diacritics: συμβολεύς Low diacritics: συμβολεύς Capitals: ΣΥΜΒΟΛΕΥΣ
Transliteration A: symboleús Transliteration B: symboleus Transliteration C: symvoleys Beta Code: sumboleu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A twister, σχοίνων Greg. Cor. p.551 S.    2 forked pole with which fishermen stretch their nets, Hsch.    II σ. φίλων one who sets friends at enmity, Phryn. PSp.107 B.    III γλώττης σ. interpreter, Poll.5.154.

German (Pape)

[Seite 979] ὁ, σχοινίων, Einer der Stricke flicht, od. dreht; auch das hölzerne, gabelförmige Werkzeug, mit welchem die Fischer ihre Netze stricken, Hesych. – Uebertr., σ. φίλων, der die Freunde unter einander verhetzt, Phryn. in B. A. 62.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, ΜΑ
αυτός που πλέκει («σχοίνων συμθολεῑς oἱ ψιαθοπλόκοι», Γρηγ. Κορ.)
αρχ.
1. η κερκίδα, το εργαλείο με το οποίο πλέκουν τα δίχτια τους οι ψαράδες
2. φρ. α) «φίλων συμβολεύς» — αυτός που προκαλεί διαμάχη ανάμεσα σε φίλους (Φρύν.)
β) «γλώττης συμβολεύς» — διερμηνέας (Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολή + επίθημα -εύς (πρβλ. προβολ-εύς)].

Greek Monolingual

-έως, ὁ, ΜΑ
αυτός που πλέκει («σχοίνων συμθολεῑς oἱ ψιαθοπλόκοι», Γρηγ. Κορ.)
αρχ.
1. η κερκίδα, το εργαλείο με το οποίο πλέκουν τα δίχτια τους οι ψαράδες
2. φρ. α) «φίλων συμβολεύς» — αυτός που προκαλεί διαμάχη ανάμεσα σε φίλους (Φρύν.)
β) «γλώττης συμβολεύς» — διερμηνέας (Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολή + επίθημα -εύς (πρβλ. προβολ-εύς)].