σκυλακεία: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκῠλακεία''': ἡ, τὸ τρέφειν κύνας, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 5, | |lstext='''σκῠλακεία''': ἡ, τὸ τρέφειν κύνας, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 5, Πολυδ. Ε΄ , 51. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:05, 7 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A breeding of dogs, Plu.Cat.Ma.5, Poll.5.51.
German (Pape)
[Seite 907] ἡ, das Hundehalten od. -pflegen, die Hundezucht, Plut. Cat. mai. 5.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠλακεία: ἡ, τὸ τρέφειν κύνας, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 5, Πολυδ. Ε΄ , 51. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
éducation de jeunes chiens.
Étymologie: σκύλαξ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
σκῠλᾰκεία: ἡ, εκτροφή σκύλων, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
σκῠλᾰκεία: ἡ забота, уход (за молодыми собаками) (κυνῶν σκυλακεῖαι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυλακεία -ας, ἡ [σκυλακεύω] het fokken van puppy’s.
Middle Liddell
σκῠλᾰκεία, ἡ,
a breeding of dogs, Plut.