ἀκρωτηριασμός: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρωτηριασμός''': ὁ, = [[πήρωσις]], κολόβωσις, Διοσκ. 7.1, [[Πολυδ]]. κτλ.
|lstext='''ἀκρωτηριασμός''': ὁ, = [[πήρωσις]], κολόβωσις, Διοσκ. 7.1, Πολυδ. κτλ.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 21:15, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρωτηριασμός Medium diacritics: ἀκρωτηριασμός Low diacritics: ακρωτηριασμός Capitals: ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: akrōtēriasmós Transliteration B: akrōtēriasmos Transliteration C: akrotiriasmos Beta Code: a)krwthriasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A amputation, Dsc.Ther.Praef., Heliod. ap. Orib.47.14tit., Philum.Ven.7.7, Leonid. ap.Aët. 16.49.

German (Pape)

[Seite 86] ὁ, Verstümmelung, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρωτηριασμός: ὁ, = πήρωσις, κολόβωσις, Διοσκ. 7.1, Πολυδ. κτλ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 amputación Heliod. en Orib.47.14 tít., Philum.Ven.7.5, de una estatua, Poll.1.12.
2 fig. mengua del poder del hombre sobre algunos anim., Chrys.M.48.568.

Greek Monolingual

ο (Α ἀκρωτηριασμός) ἀκρωτηριάζω
1. (για πράγματα) αποκοπή τών άκρων
2. (για ανθρώπους) αποκοπή τών άκρων μελών του σώματος
3. (για πράγματα) υπερβολική και επιζήμια περικοπή, κουτσούρεμα, παραμόρφωση.