ἀστραβηλάτης: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀστρᾰβηλάτης''': -ου, ὁ, ὁ τὴν ἀστράβην ἐλαύνων, τὰ ἀμφὶ τὴν τράμιν [[μαλακίζομαι]] ἐπ’ ἀστράβης ὀχηθείς· ὁ γὰρ [[ἀστραβηλάτης]] ἐπέσπερχε Λουκ. Ξεξιφ. 2, | |lstext='''ἀστρᾰβηλάτης''': -ου, ὁ, ὁ τὴν ἀστράβην ἐλαύνων, τὰ ἀμφὶ τὴν τράμιν [[μαλακίζομαι]] ἐπ’ ἀστράβης ὀχηθείς· ὁ γὰρ [[ἀστραβηλάτης]] ἐπέσπερχε Λουκ. Ξεξιφ. 2, Πολυδ. Η΄, 185· κατὰ τὸν Εὐστάθ. (1625) «ἀσταβηλάται, οἱ αὐτοὺς (τοὺς ἡμιόνους) ἐλαύνοντες». | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 21:15, 7 July 2020
English (LSJ)
[λᾰ], ου, ὁ,
A muleteer, Luc.Lex.2, Poll.7.185.
German (Pape)
[Seite 376] ὁ, Maulthierreiter, Luc. Lexiph. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰβηλάτης: -ου, ὁ, ὁ τὴν ἀστράβην ἐλαύνων, τὰ ἀμφὶ τὴν τράμιν μαλακίζομαι ἐπ’ ἀστράβης ὀχηθείς· ὁ γὰρ ἀστραβηλάτης ἐπέσπερχε Λουκ. Ξεξιφ. 2, Πολυδ. Η΄, 185· κατὰ τὸν Εὐστάθ. (1625) «ἀσταβηλάται, οἱ αὐτοὺς (τοὺς ἡμιόνους) ἐλαύνοντες».
Spanish (DGE)
-ου, ὁ mulero, arriero Luc.Lex.2, Poll.7.185, Eust.1625.40.
Greek Monolingual
ἀστραβηλάτης, ο (Α)
ο ημιονηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αστράβη + -ηλάτης < ελαύνω «οδηγώ»].
Russian (Dvoretsky)
ἀστρᾰβηλάτης: ου ὁ погонщик мулов Luc.