ἀορτή: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀορτή''': ἡ, ([[ἀείρω]]) κατὰ πληθ. τὰ κατώτατα [[ἄκρα]] τῆς τραχείας ἀρτηρίας, τὰ αὐτὰ καὶ [[βρόγχια]] Ἱππ. Περὶ τόπων 415· ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Littré ἀναγινώσκει ἀορτρέων, -τρῃσι). 2) μεταγεν. Καθ’ ἑνικ. ἡ [[ἀρτηρία]] ([[φλέψ]] κατ’ Ἀριστ.), ἥτις ἄρχεται ἀπὸ τῆς ἀριστερᾶς κοιλίας τῆς καρδίας, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 17, 14., 3. 3, 7., 3. 5, 1., κ. ἀλλ.· κατὰ πληθ. αἱ ἀρτηρίαι, [[Πολυδ]]. Β΄, 205. ΙΙ. σακκίδιον κρεμάμενον ἐκ τῶν ὤμων, Μένανδ. ἐν «Μισογύνῃ» 11, Δίφιλ. ἐν «Ἐπιδικατομένῳ», Ποσείδιππ. ἐν «Ἐπιστάθμῳ» 1. πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 79., Ι΄, 139: ― καθ’ Ἡσύχ. «[[ἀορτή]]· ὑπὸ Μακεδόνων [[ἄγγος]] δερμάτινον ἱματίων» καὶ ἀρσ. «ἀόρτης· ξιφιστὴς» ὁ αὐτ.
|lstext='''ἀορτή''': ἡ, ([[ἀείρω]]) κατὰ πληθ. τὰ κατώτατα [[ἄκρα]] τῆς τραχείας ἀρτηρίας, τὰ αὐτὰ καὶ [[βρόγχια]] Ἱππ. Περὶ τόπων 415· ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Littré ἀναγινώσκει ἀορτρέων, -τρῃσι). 2) μεταγεν. Καθ’ ἑνικ. ἡ [[ἀρτηρία]] ([[φλέψ]] κατ’ Ἀριστ.), ἥτις ἄρχεται ἀπὸ τῆς ἀριστερᾶς κοιλίας τῆς καρδίας, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 17, 14., 3. 3, 7., 3. 5, 1., κ. ἀλλ.· κατὰ πληθ. αἱ ἀρτηρίαι, Πολυδ. Β΄, 205. ΙΙ. σακκίδιον κρεμάμενον ἐκ τῶν ὤμων, Μένανδ. ἐν «Μισογύνῃ» 11, Δίφιλ. ἐν «Ἐπιδικατομένῳ», Ποσείδιππ. ἐν «Ἐπιστάθμῳ» 1. πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 79., Ι΄, 139: ― καθ’ Ἡσύχ. «[[ἀορτή]]· ὑπὸ Μακεδόνων [[ἄγγος]] δερμάτινον ἱματίων» καὶ ἀρσ. «ἀόρτης· ξιφιστὴς» ὁ αὐτ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:15, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀορτή Medium diacritics: ἀορτή Low diacritics: αορτή Capitals: ΑΟΡΤΗ
Transliteration A: aortḗ Transliteration B: aortē Transliteration C: aorti Beta Code: a)orth/

English (LSJ)

ἡ, (ἀείρω) in pl.,

   A = βρόγχια, Hp.Loc.Hom.14 (where Littré reads ἀορτρέων, -τρῃσι), Coac.394, cf. Ruf.Onom.159.    2 the arteries springing from the heart, i.e. aorta and pulmonary artery, Hp.Cord.10; esp. in sg., the aorta, Arist.HA496a7, 513b4, etc.: in pl., arteries, Poll.2.205.    II knapsack that hung from the shoulders, Men.331, Diph.40, Posidipp.10, cf. Poll.7.79, 10.139.    III point of suspension of a balance, Theol.Ar.29.

German (Pape)

[Seite 273] (ἀείρω), ἡ, die große aus dem linken Herzbeutel aufsteigende Schlagader, Aorta, Arist. H. A. 1. 17. Bei Hippocr. auch die beiden Enden der Luftröhre, mit welchen sie in die Lunge ausläuft, woran diese gleichsam hängt, sonst βρόγχια. – Nach Poll. 10, 139 auch ein (von den Schultern herabhängender) Kleidersack, ἀορτάς Posidipp. ibd., wie Diphil. ib. 137 u. Men. 7, 79; Suid. v. ἀορτήν nennt es macedonisch; ἀορτής ist nicht als nom. anzunehmen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀορτή: ἡ, (ἀείρω) κατὰ πληθ. τὰ κατώτατα ἄκρα τῆς τραχείας ἀρτηρίας, τὰ αὐτὰ καὶ βρόγχια Ἱππ. Περὶ τόπων 415· (ἔνθα ὅμως ὁ Littré ἀναγινώσκει ἀορτρέων, -τρῃσι). 2) μεταγεν. Καθ’ ἑνικ. ἡ ἀρτηρία (φλέψ κατ’ Ἀριστ.), ἥτις ἄρχεται ἀπὸ τῆς ἀριστερᾶς κοιλίας τῆς καρδίας, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 17, 14., 3. 3, 7., 3. 5, 1., κ. ἀλλ.· κατὰ πληθ. αἱ ἀρτηρίαι, Πολυδ. Β΄, 205. ΙΙ. σακκίδιον κρεμάμενον ἐκ τῶν ὤμων, Μένανδ. ἐν «Μισογύνῃ» 11, Δίφιλ. ἐν «Ἐπιδικατομένῳ», Ποσείδιππ. ἐν «Ἐπιστάθμῳ» 1. πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 79., Ι΄, 139: ― καθ’ Ἡσύχ. «ἀορτή· ὑπὸ Μακεδόνων ἄγγος δερμάτινον ἱματίων» καὶ ἀρσ. «ἀόρτης· ξιφιστὴς» ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 aorte;
2 au pl. les bronches;
3 sac ou besace.
Étymologie: ἀείρω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 medic. cada una de las grandes arterias, la aorta y la pulmonar Hp.Cord.10, Arist.HA 496a7, 513b4, 7
en plu. arterias pulmonares Hp.Coac.394, Ruf.Onom.159
en gener. arterias Poll.2.205.
2 morral Diph.40, Posidipp.10, Poll.7.79, 10.139, PSI 678.4.
3 fiel de la balanza, Theol.Arith.29.

• Etimología: Cf. ἀείρω.

Greek Monolingual

η (Α ἀορτή) αείρω
η αρτηρία η οποία αρχίζει από τη βάση της αριστερής κοιλίας της καρδιάς και αποτελεί το κοινό στέλεχος των αρτηριών που φέρουν αρτηριακό αίμα σε όλα τα σημεία του σώματος
αρχ.
στον πληθ. αἱ ἀορταί
α) τα κατώτατα άκρα της τραχείας αρτηρίας
β) οι αρτηρίες
γ) σακίδιο που κρέμεται από τους ώμους.

Russian (Dvoretsky)

ἀορτή:ἀείρω
1) аорта (ἡ καρδία κεῖται ἐπὶ τῇ ἀορτῇ Arst.);
2) переметная сума Men.

Frisk Etymological English

ἀορτήρ See also: 2. ἀείρω

Frisk Etymology German

ἀορτή: ἀορτήρ
{aortḗ}
See also: s. 2. ἀείρω.
Page 1,117