ἐξελευθερικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξελευθερικός''': ὁ, ἐκ τῆς τάξεως τῶν ἀπελευθέρων ἢ τὸ [[τέκνον]] ἀπελευθέρου, Λατ. libertinus, Διον. Ἁλ. 4. 22, Πλουτ. Ἀντ. 58, ἴδε [[ἀπελευθερικός]]. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., νόμοι ἐξελ., νόμοι ἀποβλέποντες εἰς τοὺς ἀπελευθέρους, Δημ. παρὰ [[Πολυδ]]. Γ΄, 83· καθάρμασιν ἐξελευθερικοῖς, εἰς πρόστυχα ἀνθρωπάρια ἐκ τῶν ἀπελευθέρων, Πλουτ. Σύλλ. 33.
|lstext='''ἐξελευθερικός''': ὁ, ἐκ τῆς τάξεως τῶν ἀπελευθέρων ἢ τὸ [[τέκνον]] ἀπελευθέρου, Λατ. libertinus, Διον. Ἁλ. 4. 22, Πλουτ. Ἀντ. 58, ἴδε [[ἀπελευθερικός]]. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., νόμοι ἐξελ., νόμοι ἀποβλέποντες εἰς τοὺς ἀπελευθέρους, Δημ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 83· καθάρμασιν ἐξελευθερικοῖς, εἰς πρόστυχα ἀνθρωπάρια ἐκ τῶν ἀπελευθέρων, Πλουτ. Σύλλ. 33.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:16, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξελευθερικός Medium diacritics: ἐξελευθερικός Low diacritics: εξελευθερικός Capitals: ΕΞΕΛΕΥΘΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: exeleutherikós Transliteration B: exeleutherikos Transliteration C: ekseleftherikos Beta Code: e)celeuqeriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of the class of freeamen or their offspring, φῦλον D.H.4.22; οἱ ἐ. Plu.Ant.58.    II νόμοι ἐ. laws concerning freedmen, D.ap.Poll.3.83; καθάρματα ἐ. the refuse of the freedmen, Plu.Sull.33; φιάλαι ἐ. presented by freedmen on manumission, IG2.720 Ai5,15.

German (Pape)

[Seite 876] ή, όν, den Freigelassenen betreffend, z. B. νόμοι Dem. bei Poll. 3, 83; als subst. der Sohn od. Nachkomme eines Freigelassenen, libertinus, D. Hal. 4, 22 Plut. Ant. 58, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελευθερικός: ὁ, ἐκ τῆς τάξεως τῶν ἀπελευθέρων ἢ τὸ τέκνον ἀπελευθέρου, Λατ. libertinus, Διον. Ἁλ. 4. 22, Πλουτ. Ἀντ. 58, ἴδε ἀπελευθερικός. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., νόμοι ἐξελ., νόμοι ἀποβλέποντες εἰς τοὺς ἀπελευθέρους, Δημ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 83· καθάρμασιν ἐξελευθερικοῖς, εἰς πρόστυχα ἀνθρωπάρια ἐκ τῶν ἀπελευθέρων, Πλουτ. Σύλλ. 33.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne les affranchis;
2 fils ou descendant d’affranchi.
Étymologie: ἐξελεύθερος.

Greek Monolingual

ἐξελευθερικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών απελεύθερων
2. ως επίθ. αυτός που αναφέρεται στους απελεύθερους («νόμοι ἐξελευθερικοί»).

Greek Monotonic

ἐξελευθερικός: ὁ, από την τάξη των απελεύθερων ή των απογόνων τους, Λατ. libertinus, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξελευθερικός: II ὁ вольноотпущенник или из вольноотпущенников Plut.
вольноотпущеннический (νόμοι Polyb.; καθάρματα Plut.).

Middle Liddell

n
of the class of freedmen or their offspring, Lat. libertinus, Plut. [from ἐξελεύθερος