ἡμιέτης: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμιέτης''': -ες, ([[ἔτος]]) ἔχων ἡλικίαν [[ἡμίσεος]] ἔτους, ἡμίετες, καὶ ἡμ. [[χρόνος]] | |lstext='''ἡμιέτης''': -ες, ([[ἔτος]]) ἔχων ἡλικίαν [[ἡμίσεος]] ἔτους, ἡμίετες, καὶ ἡμ. [[χρόνος]] Πολυδ. Α΄, 54. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμιέτης]], -ες (Α)<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] μισού έτους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έτος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δι</i>-[[έτης]], <i>χιλι</i>-[[έτης]]]. | |mltxt=[[ἡμιέτης]], -ες (Α)<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] μισού έτους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έτος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δι</i>-[[έτης]], <i>χιλι</i>-[[έτης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 7 July 2020
English (LSJ)
ες, (ἔτος)
A of half a year, ἡμιέτες, καὶ ἡ. χρόνος Poll.1.54.
German (Pape)
[Seite 1168] χρόνος, = ἡμίετες, τό, Halbjahr, Poll. 1, 54.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιέτης: -ες, (ἔτος) ἔχων ἡλικίαν ἡμίσεος ἔτους, ἡμίετες, καὶ ἡμ. χρόνος Πολυδ. Α΄, 54.
Greek Monolingual
ἡμιέτης, -ες (Α)
αυτός που έχει ηλικία μισού έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ετης (< έτος), πρβλ. δι-έτης, χιλι-έτης].