ἐπιφρίσσω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
m (Text replacement - "<span class="bld">A</span> [[to be" to "<span class="bld">A</span> to [[be")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιφρίσσω''': Ἀττ. -ττω, ἔχω τραχεῖαν καὶ ἀκανθωτὴν ἐπιφάνειαν, ὡς τὸ Λατ. horrere, Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 98D, Διον. Περιηγ. 443· ἰδίως ἐπὶ ὕδατος, [[νέποδες]]... ἐπιφρίσσουσι γαλήνῃ, ἐγείρουσιν [[ἠρέμα]] κυματίδια ἐπὶ τῆς γαληνίου θαλάσσης, Ὀππ. Κυν. 1. 384, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 1147, [[Πολυδ]]. Α΄, 106.
|lstext='''ἐπιφρίσσω''': Ἀττ. -ττω, ἔχω τραχεῖαν καὶ ἀκανθωτὴν ἐπιφάνειαν, ὡς τὸ Λατ. horrere, Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 98D, Διον. Περιηγ. 443· ἰδίως ἐπὶ ὕδατος, [[νέποδες]]... ἐπιφρίσσουσι γαλήνῃ, ἐγείρουσιν [[ἠρέμα]] κυματίδια ἐπὶ τῆς γαληνίου θαλάσσης, Ὀππ. Κυν. 1. 384, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 1147, Πολυδ. Α΄, 106.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφρίσσω Medium diacritics: ἐπιφρίσσω Low diacritics: επιφρίσσω Capitals: ΕΠΙΦΡΙΣΣΩ
Transliteration A: epiphríssō Transliteration B: epiphrissō Transliteration C: epifrisso Beta Code: e)pifri/ssw

English (LSJ)

Att. ἐπιφρίττω,

   A to be rough or bristling on the surface, χαῖται νώτοις ἐπιπεφρίκασιν Emp.83.2 ; φολίδεσσι D.P.443 ; Σειληνοὺς πολιῇσιν -φρίσσοντας ἐθείραις cj. in Nonn.D.35.55 ; esp. of water, νέποδες..ἐπιφρίσσουσι γαλήνῃ make a ripple on the calm sea, Opp.C.1.384, cf. Orph. A.1149, Poll.1.106.

German (Pape)

[Seite 1001] arr. ἐπιφρίττω, auf der Oberfläche rauh sein, starren, schauern, ἐπιφριττούσης τῆς θαλάττης Poll. 1, 106 (vgl. φρίσσω); sp. D., ὁλκὸς ἐπιφρίσσων φολίδεσσι D. Per. 443; νέποδες ἐπιφρίσσουσι γαλήνῃ Opp. Cyn. 1, 384, sie wimmeln auf der ruhigen Oberfläche des Meeres. – Auch vom Zephyr, Orph. Arg. 1147.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφρίσσω: Ἀττ. -ττω, ἔχω τραχεῖαν καὶ ἀκανθωτὴν ἐπιφάνειαν, ὡς τὸ Λατ. horrere, Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 98D, Διον. Περιηγ. 443· ἰδίως ἐπὶ ὕδατος, νέποδες... ἐπιφρίσσουσι γαλήνῃ, ἐγείρουσιν ἠρέμα κυματίδια ἐπὶ τῆς γαληνίου θαλάσσης, Ὀππ. Κυν. 1. 384, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 1147, Πολυδ. Α΄, 106.

French (Bailly abrégé)

frissonner ou frémir à la surface, se hérisser.
Étymologie: ἐπί, φρίσσω.

Greek Monolingual

ἐπιφρίσσω και αττ. τ. ἐπιφρίττω (AM) φρίσσω
έχω τραχιά επιφάνεια, γίνομαι τραχύς, ανατριχιάζω («Σειληνούς πολιῇσιν ἐπιφρίσσοντες ἐθείραις», Νόνν.)
αρχ.
1. (για θάλασσα) κάνω να κυμαίνεται ελαφρά, να ρυτιδώνεται.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφρίσσω: атт. ἐπιφρίττω быть неровным, щетиниться (ἐχίνοις χαῖται νώτοις ἐπιπεφρίκασι Emped. ap. Plut.).