ἐπορθρεύω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπορθρεύω''': ἐγείρομαι ἐνωρίς, Ἐτυμ. Μ. 368. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπορθρεῦσαι· ἐπαγρυπνῆσαι». ― Μέσ., Δίων Χρ. 1. 371, Λουκ. Ἐνύπν. 1, [[Πολυδ]]. Α΄, 71. ΙΙ. ἵνα πατρὶ γόους νυχίους ἐπορθρεύσω, ἵνα εἴπω [[πρωὶ]] [[πρωὶ]] εἰς τὸν πατέρα μου τοὺς νυκτερινούς μου θρήνους, Εὐρ. Ἠλ. 142 (ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ ἐπορθοβοάσω).
|lstext='''ἐπορθρεύω''': ἐγείρομαι ἐνωρίς, Ἐτυμ. Μ. 368. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπορθρεῦσαι· ἐπαγρυπνῆσαι». ― Μέσ., Δίων Χρ. 1. 371, Λουκ. Ἐνύπν. 1, Πολυδ. Α΄, 71. ΙΙ. ἵνα πατρὶ γόους νυχίους ἐπορθρεύσω, ἵνα εἴπω [[πρωὶ]] [[πρωὶ]] εἰς τὸν πατέρα μου τοὺς νυκτερινούς μου θρήνους, Εὐρ. Ἠλ. 142 (ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ ἐπορθοβοάσω).
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπορθρεύω Medium diacritics: ἐπορθρεύω Low diacritics: επορθρεύω Capitals: ΕΠΟΡΘΡΕΥΩ
Transliteration A: eporthreúō Transliteration B: eporthreuō Transliteration C: eporthreyo Beta Code: e)porqreu/w

English (LSJ)

   A rise early, Hsch., EM368.1:—Med., D.Chr.12.3, Luc. Gall.1, Poll.1.71.

German (Pape)

[Seite 1009] Etwas am frühen Morgen thun, früh aufstehen u. dgl., Luc. Somn. 1, v. l.; VLL.; auch im med., Dio Chrys.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπορθρεύω: ἐγείρομαι ἐνωρίς, Ἐτυμ. Μ. 368. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπορθρεῦσαι· ἐπαγρυπνῆσαι». ― Μέσ., Δίων Χρ. 1. 371, Λουκ. Ἐνύπν. 1, Πολυδ. Α΄, 71. ΙΙ. ἵνα πατρὶ γόους νυχίους ἐπορθρεύσω, ἵνα εἴπω πρωὶ πρωὶ εἰς τὸν πατέρα μου τοὺς νυκτερινούς μου θρήνους, Εὐρ. Ἠλ. 142 (ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ ἐπορθοβοάσω).

French (Bailly abrégé)

d’ord. au Moy. ἐπορθρεύομαι.

Greek Monolingual

ἐπορθρεύω (Α)
σηκώνομαι πολύ πρωί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ορθρεύω «ξυπνώ πριν την αυγή» (< όρθρος «αυγή»)].

Russian (Dvoretsky)

ἐπορθρεύω:
1) Eur. v. l. = ἐπορθοβοάω;
2) med. вставать на рассвете, подниматься на заре (Luc. - v. l. ὀρθρεύομαι).