ὀνάγρινος: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνάγρῐνος''': -η, -ον, ὁ τοῦ ἀγρίου ὄνου ἢ ὁ ἀνήκων εἰς ὄναγρον, [[Πολυδ]]. Ζϳ, 56.
|lstext='''ὀνάγρῐνος''': -η, -ον, ὁ τοῦ ἀγρίου ὄνου ἢ ὁ ἀνήκων εἰς ὄναγρον, Πολυδ. Ζϳ, 56.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνάγρινος]], -ίνη, -ον (Α) [[όναγρος]]<br />([[ιδίως]] για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει το [[χρώμα]] άγριου όνου («κίλλιον ἐσθῆτος [[χρῶμα]], τὸ νῡν ὀνάγρινον», <b>[[Πολυδ]].</b>).
|mltxt=[[ὀνάγρινος]], -ίνη, -ον (Α) [[όναγρος]]<br />([[ιδίως]] για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει το [[χρώμα]] άγριου όνου («κίλλιον ἐσθῆτος [[χρῶμα]], τὸ νῡν ὀνάγρινον», <b>Πολυδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 21:30, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνάγρῐνος Medium diacritics: ὀνάγρινος Low diacritics: ονάγρινος Capitals: ΟΝΑΓΡΙΝΟΣ
Transliteration A: onágrinos Transliteration B: onagrinos Transliteration C: onagrinos Beta Code: o)na/grinos

English (LSJ)

η, ον,

   A like a wild ass, of the colour of a garment, ὑποζώνη BGU717.10 (ii A. D.), cf. Poll.7.56.

German (Pape)

[Seite 344] den wilden Esel betreffend, Poll. 7, 56 von einer Farbe.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνάγρῐνος: -η, -ον, ὁ τοῦ ἀγρίου ὄνου ἢ ὁ ἀνήκων εἰς ὄναγρον, Πολυδ. Ζϳ, 56.

Greek Monolingual

ὀνάγρινος, -ίνη, -ον (Α) όναγρος
(ιδίως για ένδυμα) αυτός που έχει το χρώμα άγριου όνου («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα, τὸ νῡν ὀνάγρινον», Πολυδ.).