γάνα: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(8)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gana
|Transliteration C=gana
|Beta Code=ga/na
|Beta Code=ga/na
|Definition=(A) [ᾰ], Dor., esp. Sicil., for <b class="b3">γυνή</b>, Greg.Cor.<span class="bibl">p.345S.</span><br /><span class="bld">γάνα</span> (B)<b class="b3">· χέρσος, γῆ</b>, Hsch. γανάεις, cf.sq.<span class="bibl">11.2</span>.
|Definition=(A) [ᾰ], Dor., esp. Sicil., for [[γυνή]], Greg.Cor.<span class="bibl">p.345S.</span><br /><span class="bld">γάνα</span> (B)<b class="b3">· χέρσος, γῆ</b>, Hsch. γανάεις, cf.sq.<span class="bibl">11.2</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 22:10, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γάνα Medium diacritics: γάνα Low diacritics: γάνα Capitals: ΓΑΝΑ
Transliteration A: gána Transliteration B: gana Transliteration C: gana Beta Code: ga/na

English (LSJ)

(A) [ᾰ], Dor., esp. Sicil., for γυνή, Greg.Cor.p.345S.
γάνα (B)· χέρσος, γῆ, Hsch. γανάεις, cf.sq.11.2.

Greek (Liddell-Scott)

γάνα: [ᾰ], Δωρ, ἰδίως Σικελ. ἀντὶ τοῦ γυνή, ἴδε Γρηγ. Κορ. 345 · πρβλ. βάνα.

Spanish (DGE)

v. γυνή.
χέρσος. γῆ Hsch.

Greek Monolingual

η
1. η πράσινη σκουριά που σχηματίζεται στα αγάνωτα χαλκώματα
2. η μουτζούρα του φούρνου ή τών σκευών που τοποθετούνται πάνω στη φωτιά
3. οποιαδήποτε κηλίδα
4. ο εξευτελισμόςάνθρωπος της πομπής και της γάνας» — άνθρωπος που έχει διαπομπευθεί και εξευτελιστεί)
5. το υπόλευκο επίχρισμα πάνω στη γλώσσα, από αρρώστια ή υπερβολική δίψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γανώνω (Ι)].