δέμα: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dema | |Transliteration C=dema | ||
|Beta Code=de/ma | |Beta Code=de/ma | ||
|Definition=ατος, τό, ( | |Definition=ατος, τό, ([[δέω]] A) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[band]], <span class="bibl">Plb.6.33.11</span>; = [[σχοινίον]], Hsch. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Archit., [[clamp]], [[dowel]], IG7.3073.70 (Lebad.). </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> [[tow-rope]], <span class="bibl">Ph. <span class="title">Bel.</span>73.24</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:32, 7 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό, (δέω A)
A band, Plb.6.33.11; = σχοινίον, Hsch. II Archit., clamp, dowel, IG7.3073.70 (Lebad.). III tow-rope, Ph. Bel.73.24.
German (Pape)
[Seite 544] τό, das Band, Pol. 6, 33; das Bündel, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
δέμα: -ατος, τό, (δέω) λωρίς, ταινία, Πολύβ. 6. 33, 11. ΙΙ. σωρός, δέμα Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 traba, cuerda ἵνα μήτ' ἐμπλεκόμενοι τοῖς δέμασι βλάπτωνται (οἱ ἵπποι) Plb.6.33.11, τί περὶ σφυρά μου δέματ' [ἐ] βάλετε; Mim.Fr.Pap.13.3, cf. Hsch.
2 náut. cabo de remolque ἐὰν ἀφῶσι τὸ δ. (τὰ πλοῖα) Ph.Bel.73.24.
3 como unidad de medida gavilla, haz σχοινίω(ν) SB 9386.43 (II d.C.), καλάμων Pall.H.Laus.18.6, BGU 2208.15 (VII d.C.), λινο[κα] λάμης SB 9024.3 (III/IV d.C.), σταχύων PLond.1771.10 (VI d.C.), PStras.476.12 (VI d.C.), POxford 16.15 (VI/VII d.C.), χόρτ(ου) PKlein.Form.880 (VII d.C.)
•atado, paquete δέματα ψιαθίων atados de esterillas, BGU 2359.3 (III d.C.)
•manojo κοριδίου δ. ἓν καὶ ἡδεόσμου δ. ἕν SB 4483.12 (VII d.C.).
4 arq. grapa τὰ δέματα τὰ ὑπάρχοντα ἐν ταῖς στήλαις IG 7.3073.70, cf. 73 (Lebadea II a.C.).
Greek Monolingual
το (AM δέμα)
1. αυτό με το οποίο δένουμε κάτι, ταινία ή σκοινί
2. κάτι συσκευασμένο και δεμένο με ταινία ή σκοινί («ταχυδρομικό δέμα», «δέμα με βιβλία»)
μσν.- νεοελλ.
1. σωρός από χώματα και πέτρες που συγκρατεί τα νερά και προστατεύει καλλιεργημένη έκταση
2. (για μέταλλα) δέσιμο
νεοελλ.
1. επίδεσμος
2. δέση, φράγμα ποταμού
3. δέσιμο, μαγικός κατάδεσμος που εμποδίζει τη συνουσία
4. δεσμός
5. τα δεσμά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέω, δω «δένω»].
Russian (Dvoretsky)
δέμα: ατος τό pl. путы (ἐμπλεκόμενοι τοῖς δέμασι ἵπποι Polyb.).