μοιμύλλω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=See also: s. | |etymtx=See also: s. [[μύλλω]], s.v. [[μύλη]] | ||
}} | }} |
Revision as of 09:30, 8 July 2020
English (LSJ)
A = θηλάζω, ἐσθίω, Hsch.; = μοιμυάω, Com.Adesp.1080, Hsch., Phot.; hence restored ( = eat) in Hippon.80.
Greek Monolingual
μοιμύλλω και μοιμυλλῶ, -άω (Α)
1. μοιμυώ
2. (κατά τον Ησύχ.) θηλάζω, εσθίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλω «συντρίβω, αλέθω» με εκφραστικό διπλασιασμό μοι- (< μολμύλλω με ανομοιωτική τροπή του -λ- σε -ι-, πρβλ. δαι-δάλλω < δαλ-δάλλω)].