πύραυνος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyravnos
|Transliteration C=pyravnos
|Beta Code=pu/raunos
|Beta Code=pu/raunos
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ὁ,</b> (<b class="b3">αὔω</b> (A)) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[pan of coals]], <span class="bibl">Poll.6.88</span>: neut.sg.πύραυνον <span class="bibl">Id.10.104</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[ὁ πῦρ ἐναυόμενος]], Phot., <span class="bibl">Eust.1547.64</span>.—Name of plays by Alexis and others.</span>
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ὁ,</b> ([[αὔω]] (A)) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[pan of coals]], <span class="bibl">Poll.6.88</span>: neut.sg.πύραυνον <span class="bibl">Id.10.104</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[ὁ πῦρ ἐναυόμενος]], Phot., <span class="bibl">Eust.1547.64</span>.—Name of plays by Alexis and others.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:44, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύραυνος Medium diacritics: πύραυνος Low diacritics: πύραυνος Capitals: ΠΥΡΑΥΝΟΣ
Transliteration A: pýraunos Transliteration B: pyraunos Transliteration C: pyravnos Beta Code: pu/raunos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, (αὔω (A))

   A pan of coals, Poll.6.88: neut.sg.πύραυνον Id.10.104.    II = ὁ πῦρ ἐναυόμενος, Phot., Eust.1547.64.—Name of plays by Alexis and others.

Greek (Liddell-Scott)

πύραυνος: ὁ, (αὔω) ἀγγεῖον ἔχον ἐμπύρους ἄνθρακας, βαῦνος, «μαγκάλι», Πολυδ. Ϛ΄, 88., Ι΄, 104.
ΙΙ. ὁ ἀνάπτων πῦρ, Φώτ., Εὐστ. - Ὄνομα κωμῳδιῶν ὑπὸ τοῦ Ἀλέξιδος καὶ ἄλλων, Meineke Κωμικ. 1. 394.

Spanish

brasero de carbones

Greek Monolingual

ο, και πύραυνο(ν), το, ΝΜΑ, και κατά τον Ησύχ. πύραινος Α
μεταλλικό ή και πήλινο φορητό αγγείο ανοιχτό προς τα επάνω στο οποίο ανάβεται φωτιά είτε για θέρμανση, όπως είναι το μαγκάλι, είτε για ετοιμασία φαγητού, όπως είναι η φουφού
αρχ.
1. αυτός που παίρνει φωτιά
2. ως κύριο όν. Πύραυνος
τίτλος κωμωδίας του Αλέξιδος και άλλων κωμικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + αὔω «ανάβω φωτιά», σχηματισμένο πιθ. κατά το βαῦνος «κλίβανος, κάμινος»].