ἄνους: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anous | |Transliteration C=anous | ||
|Beta Code=a)/nous | |Beta Code=a)/nous | ||
|Definition=ουν, contr. for | |Definition=ουν, contr. for [[ἄνοος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:25, 8 July 2020
English (LSJ)
ουν, contr. for ἄνοος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνους: ουν, (= ἀνούατος, ἄωτος, ἄνευ ὠτὸς ἤτοι λαβῆς) Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν [ἡδυπότ]ιον, ὃ ἀνέθηκε Κτησικλῆς, ἄνους... ἄνουν Bull. de cor. hell. II. σ. 425.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. ἄνοος.
Spanish (DGE)
v. ἄνοος.
Greek Monolingual
-ουν (AM ἄνους και ἄνοος, -ον)
1. άμυαλος, ανόητος
2. επιπόλαιος, ασύνετος
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από άνοια.
Greek Monotonic
ἄνους: -ουν, συνηρ. αντί ἄνοος.
Russian (Dvoretsky)
ἄνους: стяж. = ἄνοος.