εκπληρώνω: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(11) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[εκπληρώ]] (-όω) (AM ἐκπληρῶ, -όω<br />Μ και ἐκπληρώνω)<br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] [[κάτι]] [[μέχρι]] τέλους, [[φέρω]] εις [[πέρας]] («[[εκπληρώνω]] την [[αποστολή]] μου, τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, την [[εντολή]] που μού δόθηκε)<br /><b>2.</b> [[τηρώ]] («[[εκπληρώνω]] την υπόσχεσή μου», «ὑπόσχεσιν ή [[χάριν]] ἐκπληρῶ»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[εκπληρώνω]] χρέη νομάρχη, διοικητή κ.λπ.» — [[ασκώ]] τα καθήκοντα, [[αντικαθιστώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ξεπληρώνω]] («[[χρέος]] ἐκπληρῶ»)<br /><b>2.</b> <i> | |mltxt=και [[εκπληρώ]] (-όω) (AM ἐκπληρῶ, -όω<br />Μ και ἐκπληρώνω)<br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] [[κάτι]] [[μέχρι]] τέλους, [[φέρω]] εις [[πέρας]] («[[εκπληρώνω]] την [[αποστολή]] μου, τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, την [[εντολή]] που μού δόθηκε)<br /><b>2.</b> [[τηρώ]] («[[εκπληρώνω]] την υπόσχεσή μου», «ὑπόσχεσιν ή [[χάριν]] ἐκπληρῶ»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[εκπληρώνω]] χρέη νομάρχη, διοικητή κ.λπ.» — [[ασκώ]] τα καθήκοντα, [[αντικαθιστώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ξεπληρώνω]] («[[χρέος]] ἐκπληρῶ»)<br /><b>2.</b> <i>ἐκπληροῦμαι</i><br />[[γεμίζω]] [[τελείως]], [[είμαι]] εντελώς [[γεμάτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τελειώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] [[κάτι]] εντελώς<br /><b>3.</b> [[συμπληρώνω]] αριθμό<br /><b>3.</b> [[επανδρώνω]] [[πλοίο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:57, 24 October 2020
Greek Monolingual
και εκπληρώ (-όω) (AM ἐκπληρῶ, -όω
Μ και ἐκπληρώνω)
1. εκτελώ κάτι μέχρι τέλους, φέρω εις πέρας («εκπληρώνω την αποστολή μου, τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, την εντολή που μού δόθηκε)
2. τηρώ («εκπληρώνω την υπόσχεσή μου», «ὑπόσχεσιν ή χάριν ἐκπληρῶ»)
νεοελλ.
φρ. «εκπληρώνω χρέη νομάρχη, διοικητή κ.λπ.» — ασκώ τα καθήκοντα, αντικαθιστώ
αρχ.-μσν.
1. ξεπληρώνω («χρέος ἐκπληρῶ»)
2. ἐκπληροῦμαι
γεμίζω τελείως, είμαι εντελώς γεμάτος
μσν.
τελειώνω
αρχ.
1. γεμίζω κάτι εντελώς
3. συμπληρώνω αριθμό
3. επανδρώνω πλοίο.