βορβόρωσις: Difference between revisions

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
(7)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vorvorosis
|Transliteration C=vorvorosis
|Beta Code=borbo/rwsis
|Beta Code=borbo/rwsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[βορβορυγμός]], Archig. ap. <span class="bibl">Aët.9.40</span>.</span>
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[βορβορυγμός]], Archig. ap. <span class="bibl">Aët.9.40</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:55, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βορβόρωσις Medium diacritics: βορβόρωσις Low diacritics: βορβόρωσις Capitals: ΒΟΡΒΟΡΩΣΙΣ
Transliteration A: borbórōsis Transliteration B: borborōsis Transliteration C: vorvorosis Beta Code: borbo/rwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A = βορβορυγμός, Archig. ap. Aët.9.40.

Greek (Liddell-Scott)

βορβόρωσις: ῥύπανσις διὰ βορβόρου, λάσπωμα, Θ. Στουδίτ. σ. 928 (ἐκδ. Migne).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ medic. borborigmo Archig. en Aët.9.40.

Greek Monolingual

βορβόρωσις, η (AM)
μσν.
το βρόμισμα με βόρβορο
αρχ.
ο βορβορυγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. βορβόρωσις λόγω της σημασίας του συνδέεται με το βορβορύζω, ενώ παραγωγικώς συνδέεται με το ρ. βορβορῶ (-όω) («λερώνω με βόρβορο, βρομίζω»). Εξάλλου το μσν. βορβόρωσις < (ρ.) βορβορώ).