γέμισμα: Difference between revisions
From LSJ
(8) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=gemisma | |Transliteration C=gemisma | ||
|Beta Code=ge/misma | |Beta Code=ge/misma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense" | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> gloss on [[γέμος]], Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 17:05, 10 December 2020
English (LSJ)
ατος, τό, A gloss on γέμος, Hsch.
Spanish (DGE)
-ματος, τό carga, fardo Hsch.s.u. γέμος.
Greek Monolingual
το (Μ γέμισμα) γεμίζω
νεοελλ.
1. το να γεμίζει κανείς κάτι με κάτι άλλο
2. το υλικό με το οποίο γεμίζει κανείς κάτι
3. φρ. «το γέμισμα του φεγγαριού» — η γέμιση του φεγγαριού
4. στρατ. η ποσότητα της πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής ύλης που είναι απαραίτητη για την εκτόξευση του βλήματος από το πυροβόλο
μσν.
1. η πληρότητα
2. το σύνολο.