κλᾶμα: Difference between revisions
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klama | |Transliteration C=klama | ||
|Beta Code=kla=ma | |Beta Code=kla=ma | ||
|Definition=or κλάμα, ατος, τό, <span class="sense" | |Definition=or κλάμα, ατος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[κλάσμα]], [[περονῶν]] <span class="title">IG</span>4.1588.13,42 (Aegina, v B.C., pl.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[κλάημα]] και κλιάμα και [[κλαύμα]], το (AM [[κλαύμα]], Μ και [[κλάημα]] και κλιάμα και [[κλάμα]][ν]) [[κλαίω]]<br />το να κλαίει [[κανείς]], [[χύσιμο]] δακρύων από πόνο, [[λύπη]] ή και [[χαρά]], [[θρήνος]] (α. «μην του φωνάζεις, [[γιατί]] θα αρχίσει [[πάλι]] τα κλάματα» β. «κλαυμάτων... πηγαί κατεσβήκασιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσιολ.</b> [[παραγωγή]] αυξημένης ποσότητας δακρύων λόγω ψυχικής διέγερσης, συνοδευόμενη [[ενδεχομένως]] από εισπνευστικές και παρατεταμένες εκπνευστικές κινήσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βάζω]] τα κλάματα» ή «[[μπήγω]] τα κλάματα» — [[αρχίζω]] να [[κλαίω]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[κλάμα]] βγάνει [[πράμα]]» — οι μεμψιμοιρίες, τα παράπονα και οι ικεσίες αποδίδουν οφέλη<br /><b>αρχ.</b><br />[[ταραχή]], [[θλίψη]], [[δυστυχία]] («τοῖσιν Μεγαρεῦσιν ἐνέβαλεν τὰ κλαύματα» — στους Μεγαρείς επέφερε [[δυστυχία]], <b>Αριστοφ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />κλᾱμα και [[κλάμα]], τὸ (Α) [[κλώ]]<br /><b>επιγρ.</b> [[αντί]] [[κλάσμα]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και [[κλάημα]] και κλιάμα και [[κλαύμα]], το (AM [[κλαύμα]], Μ και [[κλάημα]] και κλιάμα και [[κλάμα]][ν]) [[κλαίω]]<br />το να κλαίει [[κανείς]], [[χύσιμο]] δακρύων από πόνο, [[λύπη]] ή και [[χαρά]], [[θρήνος]] (α. «μην του φωνάζεις, [[γιατί]] θα αρχίσει [[πάλι]] τα κλάματα» β. «κλαυμάτων... πηγαί κατεσβήκασιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσιολ.</b> [[παραγωγή]] αυξημένης ποσότητας δακρύων λόγω ψυχικής διέγερσης, συνοδευόμενη [[ενδεχομένως]] από εισπνευστικές και παρατεταμένες εκπνευστικές κινήσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βάζω]] τα κλάματα» ή «[[μπήγω]] τα κλάματα» — [[αρχίζω]] να [[κλαίω]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «το [[κλάμα]] βγάνει [[πράμα]]» — οι μεμψιμοιρίες, τα παράπονα και οι ικεσίες αποδίδουν οφέλη<br /><b>αρχ.</b><br />[[ταραχή]], [[θλίψη]], [[δυστυχία]] («τοῖσιν Μεγαρεῦσιν ἐνέβαλεν τὰ κλαύματα» — στους Μεγαρείς επέφερε [[δυστυχία]], <b>Αριστοφ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />κλᾱμα και [[κλάμα]], τὸ (Α) [[κλώ]]<br /><b>επιγρ.</b> [[αντί]] [[κλάσμα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:25, 11 December 2020
English (LSJ)
or κλάμα, ατος, τό, A = κλάσμα, περονῶν IG4.1588.13,42 (Aegina, v B.C., pl.).
Greek Monolingual
(I)
και κλάημα και κλιάμα και κλαύμα, το (AM κλαύμα, Μ και κλάημα και κλιάμα και κλάμα[ν]) κλαίω
το να κλαίει κανείς, χύσιμο δακρύων από πόνο, λύπη ή και χαρά, θρήνος (α. «μην του φωνάζεις, γιατί θα αρχίσει πάλι τα κλάματα» β. «κλαυμάτων... πηγαί κατεσβήκασιν», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. φυσιολ. παραγωγή αυξημένης ποσότητας δακρύων λόγω ψυχικής διέγερσης, συνοδευόμενη ενδεχομένως από εισπνευστικές και παρατεταμένες εκπνευστικές κινήσεις
2. φρ. «βάζω τα κλάματα» ή «μπήγω τα κλάματα» — αρχίζω να κλαίω
2. παροιμ. «το κλάμα βγάνει πράμα» — οι μεμψιμοιρίες, τα παράπονα και οι ικεσίες αποδίδουν οφέλη
αρχ.
ταραχή, θλίψη, δυστυχία («τοῖσιν Μεγαρεῦσιν ἐνέβαλεν τὰ κλαύματα» — στους Μεγαρείς επέφερε δυστυχία, Αριστοφ.).
(II)
κλᾱμα και κλάμα, τὸ (Α) κλώ
επιγρ. αντί κλάσμα.