μεγαλοκευθής: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(1ba)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=megalokefthis
|Transliteration C=megalokefthis
|Beta Code=megalokeuqh/s
|Beta Code=megalokeuqh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">concealing much: capacious</b>, θάλαμοι <span class="bibl">Pi. <span class="title">P.</span>2.33</span>.</span>
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">concealing much: capacious</b>, θάλαμοι <span class="bibl">Pi. <span class="title">P.</span>2.33</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:53, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοκευθής Medium diacritics: μεγαλοκευθής Low diacritics: μεγαλοκευθής Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΕΥΘΗΣ
Transliteration A: megalokeuthḗs Transliteration B: megalokeuthēs Transliteration C: megalokefthis Beta Code: megalokeuqh/s

English (LSJ)

ές,    A concealing much: capacious, θάλαμοι Pi. P.2.33.

German (Pape)

[Seite 106] ές, viel bergend, geräumig, θάλαμοι, Pind. P. 2, 33.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοκευθής: -ές, ὁ μεγάλα ἢ πολλὰ κρύπτων, περιεκτικός, εὐρύχωρος, θάλαμοι Πινδ. Π. 2. 60.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très profond.
Étymologie: μέγας, κεύθω.

English (Slater)

μεγᾰλοκευθής
   1 with vast interior μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις (P. 2.33)

Greek Monolingual

μεγαλοκευθής, -ές (Α)
αυτός που περικλείει πολλά μέσα του («μεγαλοκευθεῑς θάλαμοι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -κευθής (< κεύθος < κεύθω), πρβλ. παγ-κευθής].

Greek Monotonic

μεγᾰλοκευθής: -ές, αυτός που μπορεί να σκεπάσει πολλά, ευρύχωρος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοκευθής: вместительный, просторный (θάλαμοι Pind.).

Middle Liddell

μεγᾰλοκευθής, ές
concealing much: capacious, Pind.