παρακλίντωρ: Difference between revisions
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
(1ba) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paraklintor | |Transliteration C=paraklintor | ||
|Beta Code=parakli/ntwr | |Beta Code=parakli/ntwr | ||
|Definition=ορος, ὁ, <span class="sense" | |Definition=ορος, ὁ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[παρακλίτης]], <span class="title">AP</span>9.257 (Apollonid.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:15, 11 December 2020
English (LSJ)
ορος, ὁ, A = παρακλίτης, AP9.257 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 483] ορος, ὁ, = παρακλίτης, Apollds. 11 (IX, 257).
Greek (Liddell-Scott)
παρακλίντωρ: -ορος, ὁ, = παρακλίτης, Ἀνθ. Π. 9. 257.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
αυτός που δειπνεί ξαπλωμένος κοντά σε κάποιον άλλο, δηλ. ο συμποσιαζόμενος, ο φιλοξενούμενος («παρακλίντορας ἔκτανεν ἄνδρας», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακλίνω + επίθημα -τωρ (πρβλ. σημάν-τωρ)].
Greek Monotonic
παρακλίντωρ: -ορος, ὁ = παρακλίτης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
παρακλίντωρ: ορος ὁ Anth. = παρακλίτης.
Middle Liddell
παρακλίντωρ, ορος, ὁ, = παρακλίτης, Anth.]